π. ΜΙΧΑΗΛ ΒΟΣΚΟΥ: «Η ΑΛΗΘΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΥΜΝΟΥΣ ΤΟΥ ΤΡΙΩΔΙΟΥ»
Ἡ ἀληθὴς νηστεία κατὰ τοὺς ὕμνους τοῦ Τριωδίου
Πρωτοπρ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
Τὸ κοινὸν Ἀπολυτίκιον ποὺ ψάλλεται σὲ μνῆμες ὁσίων ἀρχίζει ὡς ἑξῆς: «Τῆς ἐρήμου πολίτης καὶ ἐν σώματι ἄγγελος καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης θεοφόρε πατὴρ ἡμῶν …· νηστείᾳ, ἀγρυπνίᾳ, προσευχῇ οὐράνια χαρίσματα λαβών». Στὸ ἐν λόγῳ Ἀπολυτίκιον καθορίζονται ὡς βασικὰ ἀγωνίσματα τοῦ ἀσκητικοῦ - πνευματικοῦ ἀγῶνος ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καὶ ἡ προσευχή, διὰ τῶν ὁποίων ἀξιώνεται κανεὶς νὰ λάβει οὐράνια χαρίσματα καὶ νὰ γίνει ἄγγελος ἐν σώματι, ἄγγελος ἐπὶ γῆς. Τὰ ἀγωνίσματα αὐτὰ δὲν ἀφοροῦν, ἀσφαλῶς, μόνο στοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς ἀσκητές, ἀλλὰ στὸν κάθε ἀγωνιζόμενο Ὀρθόδοξο Χριστιανό. Δὲν ὑπάρχουν ἄλλες ἐντολὲς γιὰ τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς ἀσκητὲς καὶ ἄλλες γιὰ τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ Χριστιανούς, ἀλλὰ οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι οἱ ἴδιες γιὰ ὅλους. Δὲν ὑπάρχει ἄλλο Εὐαγγέλιο γιὰ τοὺς μὲν καὶ ἄλλο γιὰ τοὺς δέ, ἀλλὰ τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ γιὰ ὅλους. Ἴδιος εἶναι γιὰ ὅλους καὶ ὁ σκοπὸς τοῦ ἀσκητικοῦ - πνευματικοῦ ἀγῶνος, ὁ σκοπὸς τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς: ἡ ἀπόκτηση τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ μετοχὴ στὴν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ μόνη διαφορὰ εἶναι ὅτι οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ ἀσκητές, ἀποκομμένοι κατὰ τὸ δυνατὸν ἀπὸ τὶς ποικίλες μέριμνες τοῦ παρόντος βίου, ἀγωνίζονται νὰ ἐφαρμόσουν τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολὲς μὲ τὴ μεγαλύτερη δυνατὴ ἀκρίβεια, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἀληθινοὶ μοναχοὶ καὶ ἀσκητὲς ἀποτελοῦν φῶς, κατὰ τὸν λὀγο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, ἀποτελοῦν φωτεινὸ παράδειγμα γιὰ ὅλους ἐμᾶς τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ ἀγωνιζομένους Χριστιανούς.
Ἡ νηστεία στὴν ἀρχικὴ κυριολεκτική της ἔννοια ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴ διατροφὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ λέξη νηστεία προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀρνητικὸ μόριο νη καὶ τὸ ρῆμα ἐσθίω καὶ σημαίνει πλήρη ἀποχὴ ἀπὸ φαγητὸ καὶ ποτό, ὅπως ἀκριβῶς ἦταν ἡ τεσσαρακονθήμερη νηστεία τοῦ Κυρίου στὴν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας μετὰ τὴν βάπτισή Του ἀπὸ τὸν Τίμιο Πρόδρομο στὸν Ἰορδάνη Ποταμό, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀντίστοιχη νηστεία τῶν θεοπτῶν Προφητῶν Μωυσέως καὶ Ἠλιοὺ τοῦ Θεσβίτου. Ὡστόσο, μὲ τὴν σταδιακὴ διαμόρφωση τοῦ θεσμοῦ τῆς νηστείας στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας αὐξήθηκε μὲν ἡ χρονική της διάρκεια, ἔπαψε ὅμως νὰ σημαίνει μόνο τὴν πλήρη ἀσιτία καὶ ἀπέκτησε, κατὰ κύριο λόγο, τὴν ἔννοια τῆς ἀποχῆς ἀπὸ κάποια συγκεκριμένα εἴδη τροφῶν.
Ὑπάρχουν πολλὲς πτυχὲς τοῦ ζητήματος τῆς νηστείας, στὶς ὁποῖες θὰ μποροῦσε κανεὶς ν’ ἀναφερθεῖ. Θὰ ἐπικεντρωθοῦμε σὲ μία μόνο ἀπὸ αὐτές, πού, ὅμως, εἶναι ἀπὸ τὶς σημαντικώτερες. Στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ νηστεία ἔχει διφυὴ χαρακτήρα: εἶναι, δηλαδή, νηστεία σωματική, ἀποχὴ βρωμάτων, ἀλλὰ εἶναι καὶ νηστεία πνευματική, ἀλλοτρίωσις τῶν κακῶν, ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες μας. Ὁ Μέγας Βασίλειος στὸν πρῶτο του λόγο περὶ νηστείας εἶναι σαφέστατος ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ: «Μὴ μέντοι ἐν τῇ ἀποχῇ μόνῃ τῶν βρωμάτων τὸ ἐκ τῆς νηστείας ἀγαθὸν ὁρίζου. Νηστεία γὰρ ἀληθὴς ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις». Τὸ ἀγαθὸ τῆς νηστείας μὴν τὸ περιορίζεις μόνο στὴν ἀποχὴ τῶν βρωμάτων. Γιατὶ ἀληθὴς νηστεία εἶναι ἡ ἀλλοτρίωσις τῶν κακῶν. Σὲ ἄλλο δὲ σημεῖο τοῦ ἰδίου λόγου του περὶ νηστείας τὴν χαρακτηρίζει ὡς «φάρμακον ἁμαρτίας ἀναιρετικόν».
Ὅπως μπορεῖ ν’ ἀντιληφθεῖ κανείς, ἡ πνευματικὴ νηστεία εἶναι κατὰ πολὺ σημαντικώτερη τῆς σωματικῆς. Αὐτό, ἀσφαλῶς, σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν σημαίνει ὑποτίμηση τῆς σωματικῆς νηστείας, ἀλλὰ σωστὴ ἱεράρχηση τῶν πραγμάτων. Ἡ σωματικὴ νηστεία ἀπὸ μόνη της δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ἁπλὴ ἀλλαγὴ δίαιτας, καί, ὅσο καὶ ἐὰν ὠφελεῖ στὴν ὑγεία τοῦ σώματος, δὲν ἔχει ἀπολύτως καμιὰ πνευματικὴ ὠφέλεια. Ὡστόσο, χωρὶς τὸ ἀγώνισμα τῆς σωματικῆς νηστείας εἶναι πολὺ δύσκολο ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀσκηθεῖ στὴν πνευματικὴ νηστεία. Ὁ Χριστιανὸς ἀγωνίζεται μὲ τὴ σωματικὴ νηστεία, ὥστε νὰ χαλιναγωγήσει τὴν σάρκα καὶ τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς καὶ νὰ ἐνδυναμώσει τὴ θέλησή του, μὲ ἀπώτερο στόχο τὴν κάθαρση τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός του ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες. Ὅταν ὁ Χριστιανὸς καταφέρει νὰ ἐλέγξει τὸν ἑαυτό του στὸ τί τρώει καὶ τί δὲν τρώει, τότε θὰ ἔχει τὴ δυνατότητα, ἐφόσον τὸ θέλει, νὰ ἐλέγξει τὸν ἑαυτό του καὶ σὲ ὅ,τι ἔχει νἀ κάνει μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες του. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, ποὺ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάζουν τὴ νηστεία «παθοκτόνον». Ὁ Ἀββὰς Ποιμὴν εἶναι σαφέστατος ἐπ’ αὐτοῦ: «Ἡμεῖς οὐκ ἐδιδάχθημεν σωματοκτόνοι, ἀλλὰ παθοκτόνοι». Μὲ τὴ νηστεία, ἀλλὰ καὶ γενικώτερα μὲ τὸν ἀσκητικὸ - πνευματικὸ ἀγώνα, δὲν προσπαθοῦμε νὰ σκοτώσουμε τὸ σῶμα μας, ἀλλὰ νὰ νικήσουμε τὰ πάθη μας.
Αὐτὸς ὁ διφυὴς χαρακτήρας τῆς νηστείας τονίζεται συνεχῶς καὶ μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση στοὺς ὕμνους τοῦ Τριωδίου. Μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση τονίζεται, ἐπίσης, καὶ τὸ γεγονός, ὅτι ἀληθὴς νηστεία δὲν εἶναι ἡ σωματική, ἀλλὰ ἡ πνευματική. Τὰ Ἰδιόμελα τῶν Ἀποστίχων τοῦ Ἑσπερινοῦ τῶν δύο πρώτων ἡμερῶν καὶ τὸ Στιχηρὸν Ἰδιόμελον τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς τρίτης ἡμέρας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀναφέρονται ἐπακριβῶς σ’ αὐτὸ τὸ θέμα. Αὐτὰ τὰ τρία Ἰδιόμελα θὰ παραθέσουμε στὴ συνέχεια μὲ μιὰ σύντομη ἑρμηνευτικὴ προσέγγισή τους, καθὼς καὶ ἕνα Ἰδιόμελον τῶν Ἀποστίχων τῶν Αἴνων τοῦ Ὄρθρου τῆς Τετάρτης τῆς Τυρινῆς.
Ἂς ἀρχίσουμε μὲ τὸ Ἰδιόμελον τῶν Ἀποστίχων τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Δευτέρας τῆς Α’ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, τὸ ὁποῖο εἶναι σχεδὸν αὐτολεξεὶ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν δεύτερο λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου περὶ νηστείας. «Νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ· ἀληθὴς νηστεία ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους καὶ ἐπιορκίας· ἡ τούτων ἔνδεια νηστεία ἐστὶν ἀληθὴς καὶ εὐπρόσδεκτος». Ἡ ἀληθὴς νηστεία εἶναι ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις, ἡ ἀποξένωση ἀπὸ τὸ κακό, ἡ ὁποία ἐν προκειμένῳ προσδιορίζεται μὲ πιὸ συγκεκριμένο τρόπο. Εἶναι ἡ ἐγκράτεια τῆς γλώσσας, τὴν ὁποία ὅποιος ἐπιτύχει εἶναι «τέλειος ἀνὴρ» κατὰ τὸν Ἅγ. Ἰάκωβο τὸν Ἀδελφόθεο (Ἰακ. γ’ 2), ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὸν θυμό, ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὶς διάφορες ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες, τὴν καταλαλιά, τὸ ψεῦδος καὶ τὴν ἐπιορκία. Ἡ στέρηση ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ καὶ εὐπρόσδεκτη νηστεία καὶ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ νηστεία, ποὺ εἶναι δεκτὴ καὶ εὐάρεστη στὸν Κύριο, καλούμαστε νὰ νηστεύσουμε
Μὲ παρόμοιο περιεχόμενο, ἀλλὰ μὲ σαφὴ ἀναφορὰ στὶς προεκτάσεις τῆς πνευματικῆς νηστείας, εἶναι καὶ τὸ Ἰδιόμελον τῶν Ἀποστίχων τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Τρίτης τῆς Α’ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν. Ἀρχίζει τονίζοντας μὲ ἔμφαση τὴν σημασία τῆς πνευματικῆς νηστείας: «Νηστείαν, οὐκ ἀποχὴν βρωμάτων μόνον τελέσωμεν, ἀλλὰ παντὸς ὑλικοῦ πάθους ἀλλοτρίωσιν». Στὴ συνέχεια, ὅμως, κάνει λόγο γιὰ τὴ χαλιναγώγηση τῆς σαρκὸς καὶ γιὰ τὶς πνευματικὲς συνέπειες ποὺ αὐτὴ ἔχει. «Ἵνα τὴν καθ’ ἡμῶν τυραννοῦσαν σάρκα δουλώσαντες, ἄξιοι γενώμεθα τῆς τοῦ Ἀμνοῦ μεταλήψεως, τοῦ ὑπὲρ τοῦ κόσμου σφαγέντος ἑκουσίως Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ πνευματικῶς ἑορτάσωμεν τὴν ἐκ νεκρῶν τοῦ Σωτῆρος Ἀνάστασιν· εἰς ὕψος ἀρθέντες ἀρετῶν ἐν φαιδρότητι καὶ τῇ τρυφῇ τῶν ἀρίστων ἔργων εὐφραίνοντες τὸν Φιλάνθρωπον». Διὰ τῆς πνευματικῆς νηστείας, ποὺ εἶναι ἡ ἀποξένωση ἀπὸ κάθε ὑλικὸ πάθος, ἐπιτυγχάνουμε τὴν ὑποδούλωση τῆς σαρκὸς καὶ τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος ποὺ μᾶς κρατεῖ ὑποχειρίους του καὶ μᾶς ταλαιπωρεῖ καὶ γινόμαστε τοιουτοτρόπως ἄξιοι νὰ μεταλάβουμε τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου, τοῦ ἀμώμου Ἀμνοῦ, ὁ Ὁποῖος ἑκουσίως θυσιάστηκε ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας. Ἀξιωνόμαστε ἀκόμη νὰ ἑορτάσουμε πνευματικῶς τὴν ἐκ νεκρῶν τριήμερη Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ εὐφραίνουμε, κατὰ ταῦτα, τὸν Φιλάνθρωπο Θεὸ μὲ τὸ ὕψος τῶν κατὰ Χριστὸν ἀρετῶν, στὸ ὁποῖο φθάνουμε, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ καλά μας ἔργα.
Στὸν διφυὴ χαρακτήρα τῆς νηστείας ἀναφέρεται εὐθέως καὶ τὸ Ἰδιόμελον τῶν Ἀποστίχων τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Τετάρτης τῆς Α’ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν. Λέγει χαρακτηριστικά: «Νηστεύοντες ἀδελφοὶ σωματικῶς, νηστεύσωμεν καὶ πνευματικῶς». Δὲν εἶναι ἀρκετὸ νὰ νηστεύουμε σωματικῶς, ἀλλὰ πρέπει νὰ νηστεύσουμε καὶ πνευματικῶς. Ἀμέσως μετὰ προσδιορίζεται ἡ ἔννοια τῆς πνευματικῆς νηστείας καὶ μάλιστα ὄχι μόνο μὲ ἀρνητικὸ τρόπο ὡς ἀλλοτρίωση τῶν κακῶν, ἀλλὰ καὶ μὲ θετικὸ τρόπο ὡς τήρηση τῶν ἐντολῶν. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας συνδέουν τὴν πνευματικὴ νηστεία κυρίως μὲ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ αὐτὸ πράττει ἐν προκειμένῳ καὶ ὁ φωτισμένος ὑμνογράφος. «Λύσωμεν πάντα σύνδεσμον ἀδικίας· διαρρήξωνεν στραγγαλιὰς βιαίων συναλλαγμάτων· πᾶσαν συγγραφὴν ἄδικον διασπάσωμεν· δώσωμεν πεινῶσιν ἄρτον καὶ πτωχοὺς ἀστέγους εἰσαγάγωμεν εἰς οἴκους, ἵνα λάβωμεν παρὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ τὸ μέγα ἔλεος». Τὸ κείμενο τοῦ ἐν λόγῳ ὕμνου εἶναι σχεδὸν κατὰ λέξιν μεταφορὰ δύο στίχων ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Προφήτου Ἠσαΐου (νη’ 6-7), οἱ ὁποῖοι ἀρχίζουν μὲ τὴ φράση: «οὐχὶ τοιαύτην νηστείαν ἐγὼ ἐξελεξάμην, λέγει Κύριος». Δὲν ἐξέλεξα καὶ δὲν ὅρισα Ἐγὼ τέτοια νηστεία, λέγει ὁ Κύριος, γιὰ νὰ συνεχίσει ἀμέσως μετὰ καθορίζοντας ποιά εἶναι ἡ ἀληθινὴ νηστεία. Ἂς διαλύσουμε, λέγει ὁ ὑμνογράφος παραφράζοντας τὸν Προφήτη, κάθε δεσμὸ καὶ σύνδεσμο μὲ τὴν ἀδικία. Ἂς ἀκυρώσουμε καὶ ἂς σχίσουμε τὶς διεστραμμένες συμφωνίες ποὺ συνήψαμε διὰ τῆς βίας μὲ τοὺς ἄλλους. Ἂς ἀκυρώσουμε καὶ ἂς σχίσουμε κάθε συμβόλαιο ἄδικης συναλλαγῆς. Καὶ προσθέτει: ἂς δώσουμε ψωμὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ πεινοῦν, ἂς εἰσαγάγουμε στὸ σπίτι μας γιὰ φιλοξενία πτωχοὺς ἀστέγους, ὥστε νὰ λάβουμε τὸ μέγα ἔλεος ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ Θεό μας Ἰησοῦ Χριστό.
Κλείνουμε αὐτὴ τὴν ἀναφορά μας στὴν ἔννοια τῆς ἀληθινῆς νηστείας κατὰ τοὺς ὕμνους τοῦ Τριωδίου μὲ τὸ Ἰδιόμελον τῶν Ἀποστίχων τῶν Αἴνων τοῦ Ὄρθρου τῆς Τετάρτης τῆς Τυρινῆς, ὅπου τονίζεται μετ’ ἐμφάσεως, ὅτι ἡ σωματικὴ νηστεία χωρὶς τὴν πνευματικὴ νηστεία ὄχι μόνο δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτα, ἀλλὰ ἐπιπλέον μισεῖται ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς ψευδὴς νηστεία, ἡ ὁποία μάλιστα μᾶς ἐξομοιώνει μὲ τοὺς δαίμονες. «Βρωμάτων νηστεύουσα ψυχή μου καὶ παθῶν μὴ καθαρεύουσα, μάτην ἐπαγάλλῃ τῇ ἀτροφίᾳ· εἰ μὴ γὰρ ἀφορμὴ σοι γένηται πρὸς διόρθωσιν, ὡς ψευδὴς μισεῖται παρὰ Θεοῦ, καὶ τοῖς κακίστοις δαίμοσιν ὁμοιοῦσαι τοῖς μηδέποτε σιτουμένοις· μὴ οὖν ἁμαρτάνουσα τὴν νηστείαν ἀχρειώσῃς, ἀλλ’ ἀκίνητος πρὸς ὁρμὰς ἀτόπους μένε, δοκοῦσα παρεστάναι ἐσταυρωμένῳ τῷ Σωτῆρι, μᾶλλον δὲ συσταυροῦσθαι τῷ διὰ σὲ σταυρωθέντι, ἐκβοῶσα πρὸς αὐτόν· Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Ἐὰν περιοριστοῦμε στὴ νηστεία ὡς ἀποχὴ βρωμάτων καὶ δὲν τὴν ἀξιοποιήσουμε ὡς δυνατότητα καθάρσεως ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες, μάταια χαιρόμαστε γιὰ τὴν ἀτροφία. Τέτοιου εἴδους νηστεία, ποὺ δὲν ἀποτελεῖ ἀφορμὴ γιὰ διόρθωσή μας, τὴν μισεῖ ὁ Θεὸς ὡς ψευδὴ νηστεία. Καἰ ὄχι μόνο αὐτό: τέτοιου εἴδους νηστεία μᾶς κάνει νὰ ὁμοιάζουμε μὲ τοὺς κακίστους δαίμονες, οἱ ὁποῖοι ποτὲ δὲν τρῶνε. Ὅταν νηστεύουμε σωματικῶς καὶ ταυτοχρόνως ἁμαρτάνουμε, καθιστοῦμε στὴν πράξη ἄχρηστη τὴ σωματικὴ νηστεία. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ μένουμε ἀκίνητοι, νὰ μὴν παρασυρόμαστε, δηλαδή, πρὸς τὶς παράλογες, τὶς παρὰ φύσιν ὁρμές, ἔχοντας τὴν αἴσθηση ὅτι παριστάμεθα ἐνώπιον τοῦ ἐσταυρωμένου Σωτῆρος Χριστοῦ ἢ μᾶλλον ὅτι συσταυρωνόμαστε μὲ τὸν σταυρωθέντα δι’ ἡμᾶς. Καὶ τότε αὐθόρμητα θὰ ἀπευθυνόμαστε πρὸς Αὐτὸν μὲ τὰ συγκλονιστικὰ λόγια τοῦ ἐκ δεξιῶν ληστοῦ: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
(Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου «Παρέμβαση Ἐκκλησιαστική. Ὀρθόδοξο Πνευματικό Ἔντυπο», τεῦχος 57 (2024), σ. 516-520)