π. ΜΙΧΑΗΛ ΒΟΣΚΟΥ: Η ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ
Η ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ
Πρωτ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
«Οἴδαμεν ὅτι οὐδὲν εἴδωλον ἐν κόσμῳ, καὶ ὅτι οὐδεὶς Θεὸς ἕτερος εἰ μὴ εἷς» (Α’ Κορ. η’ 4). Ἡ χριστιανικὴ πίστη εἶναι ἡ πίστη στὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ ἀληθινὸ Θεό. Αὐτὸν ποὺ δημιούργησε ἐξ ἄκρας ἀγάπης τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἐξ ἄκρας ἀγάπης προνοεῖ γι᾿ αὐτούς. Αὐτὸν πού, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐγωϊστικὰ συμπεριφερόμενος ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ κοντά Του καὶ ὑπετάγη ἐξ ὑπαιτιότητός του στὴν ἁμαρτία, τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο, ἀπέστειλε τὸν Μονογενή Του Υἱὸ στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἐπαναφέρει τὸ ἀπολωλὸς πρόβατο στὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. Αὐτὸν ποὺ κατέπεμψε ἐπὶ τοὺς Ἀποστόλους κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τὸ Πανάγιόν Του Πνεῦμα, γιὰ ν᾿ ἀποτελέσει τὴν ψυχὴ τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ καταστήσει τοὺς ἀνθρώπους μετόχους τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἡ δημιουργία τοῦ σύμπαντος κόσμου, ἡ ἐν Χριστῷ ἀνακαίνιση, ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου μέσα στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἔργο ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ Πατρὸς διὰ τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ὅπως τονίζουν οἱ ἐκκλησιαστικοὶ Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι, ἀφοῦ ἡ ἐνέργεια τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι κοινή.
Ἐκτός, λοιπόν, ἀπὸ τὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ ἀληθινὸ Θεό, τὸν Τριαδικὸ Θεὸ τῆς χριστιανικῆς πίστεως, δὲν ὑπάρχει κανένας ἄλλος θεός. Ὅλοι οἱ ἄλλοι «θεοὶ» τῶν ἀνθρώπων εἶναι εἴδωλα, εἶναι δηλαδὴ ἀποκυήματα τῆς ἀνθρωπίνης φαντασίας. Εἶναι, ὅπως μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ Ψαλμωδός, «ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. ρλδ’ 15), ἄψυχα, νεκρά. «Στόμα ἔχουσι καὶ οὐ λαλήσουσιν, ὀφθαλμοὺς ἔχουσι καὶ οὐκ ὄψονται, ὦτα ἔχουσι καὶ οὐκ ἐνωτισθήσονται» (Ψαλμ. ρλδ’ 16-17). Ἀπὸ τὴ στιγμή, βεβαίως, ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνθηκε μὲ τὴ δική του θέληση ἀπὸ τὴν κοινωνία του μὲ τὸν ἀληθινὸ Θεό, ἦταν φυσικὸ νὰ χάσει τὸν προσανατολισμό του καὶ νὰ ψάξει νὰ βρεῖ ὑποκατάστατα τῆς λατρείας τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἄρχισε, λοιπόν, νὰ λατρεύει τὴν κτίση ἀντὶ τοῦ Κτίστου, τὴ δημιουργία ἀντὶ τοῦ Δημιουργοῦ. Ἄρχισε νὰ θεοποιεῖ καὶ νὰ λατρεύει τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, εἴτε ἄψυχα ἦσαν αὐτὰ εἴτε ἔμψυχα. Ἡ λατρεία τῶν εἰδώλων ἔγινε ἡ θρησκεία του. Ὁλόκληρος ὁ προχριστιανικὸς κόσμος, μὲ μοναδικὴ ἐξαίρεση τὸν ἐκλεκτὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν ἰσραηλιτικὸ λαό, στὸν βαθμὸ ποὺ καὶ αὐτὸς δὲν παρασυρόταν ἀπὸ τοὺς γειτονικούς του λαούς, ὑπέκυψε στὸν πειρασμὸ τῆς εἰδωλολατρίας. Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ σωτηριῶδες ἔργο του, ἡ ἀρχαία εἰλωλολατρία παρουσίασε ἰσχυρὲς ἀντιστάσεις. Χρειάστηκε νὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὸν Σωτήρα Χριστὸ ἑκατομμύρια μαρτύρων, γιὰ νὰ καμφθοῦν οἱ ἰσχυρὲς αὐτὲς ἀντιστάσεις τῆς ἀρχαίας εἰδωλολατρίας.
Τελικά, ἡ χριστιανικὴ πίστη θριάμβευσε καὶ μεγαλούργησε γιὰ μιὰ ὁλόκληρη χιλιετία μέσα στὶς δομὲς τῆς λεγομένης Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ὁ Χριστιανισμὸς διαδόθηκε στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ λαοὶ ὁλόκληροι ἐγκατέλειψαν τὸ σκότος τῆς πλάνης καὶ ἐπέστρεψαν στὸ φῶς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅμως, ὁ ἀρχέκακος διάβολος δὲν ἔπαψε νὰ ἐργάζεται μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις γιὰ τὴν ἀπώλεια τῶν ἀνθρώπων. Κατάφερε, λοιπόν, νὰ διασώσει τὴ λατρεία τῶν εἰδώλων ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους μὲ ποικίλες ἄλλες μορφές. Φθάσαμε ἔτσι στὶς μέρες μας, νὰ ζοῦμε σὲ μιὰ ἐποχὴ κατ᾿ ἐξοχὴν εἰδωλολατρική.
Ἐκτὸς ἀπὸ ὁρισμένους θαυμαστὲς τῆς προχριστιανικῆς Ἑλλάδος ποὺ δηλώνουν δωδεκαθεϊστές, κανένας δὲν πιστεύει πιὰ στὸ δωδεκάθεο τοῦ Ὀλύμπου. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ὁπαδοὺς τῶν πολυθεϊστικῶν θρησκειῶν καὶ ὅσους παρασύρθηκαν στὴν ἄμεση λατρεία τοῦ σατανᾶ, κανένας δὲν λατρεύει πιὰ ξόανα καὶ ἀγάλματα. Ὅμως, ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς μας βρίσκεται στὸ σκότος τῆς πλάνης καὶ λατρεύει «τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα». Τὰ εἴδωλα τῆς ἐποχῆς μας δὲν φέρουν τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχαίων θεῶν. Εἶναι ἴσως, ὅμως, περισσότερα καὶ πιὸ ἐπικίνδυνα ἀπὸ τὰ εἴδωλα τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς. Μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ διάβολος, τὰ ἔργα του καὶ οἱ μεθοδεῖες του, μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός μας, μπορεῖ νὰ εἶναι τὰ διάφορα ναρκωτικὰ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς, μπορεῖ νὰ εἶναι οἱ διάφορες ἰδεολογίες (πολιτικές, κοινωνικές, θρησκευτικὲς κ.ο.κ.), μπορεῖ νὰ εἶναι οἱ ποικίλες σαρκικὲς ἡδονές, ἡ μόδα, τὸ ποδόσφαιρο, οἱ διάφορες σχιζοφρενικὲς «μουσικὲς» ἐκφράσεις, μπορεῖ νὰ εἶναι τόσα καὶ τόσα ἄλλα. Ὁ,τιδήποτε ἐγκλωβίζει τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή μας στὰ πάθη καὶ τὴν ἁμαρτία, ὁ,τιδήποτε ἀποχτᾶ γιὰ μᾶς ἀπόλυτη σημασία, ἐμποδίζοντας τὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ ἀληθινὸ Θεὸ νὰ ἐνεργήσει μέσα μας μὲ τὴν ἄκτιστη θεία χάρη Του, συνιστᾶ γιὰ μᾶς ὑποδούλωση στὴν εἰδωλολατρία.
Εἶναι πραγματικὰ ἀπορίας ἄξιο, τὸ πῶς ὁ τόσο προοδευμένος στὴ γνώση καὶ τὰ τεχνολογικὰ ἐπιτεύγματα σημερινὸς ἄνθρωπος, ἀποδεικνύεται τόσο εὐάλωτος στὶς πνευματικές του ἀντιστάσεις. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ θέλει νὰ εἶναι ἀληθινὸς Χριστιανὸς καλεῖται, ὅπως οἱ Χριστιανοὶ τῶν πρώτων αἰώνων, νὰ δώσει μάχη ζωῆς καὶ θανάτου ἐνάντια στὰ ποικίλα εἴδωλα τῶν καιρῶν μας. Ἂν δὲν δώσει αὐτὴν τὴ μάχη, θὰ εὑρεθεῖ σὲ χειρότερη θέση ἀπὸ τοὺς ἀπίστους, ἄφοῦ «ὅσοι ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καὶ ἀπολοῦνται· καὶ ὅσοι ἐν νόμῳ ἥμαρτον, διὰ νόμου κριθήσονται» (Ρωμ. β’ 12). Ὅσοι, δηλαδή, ἁμάρτησαν χωρὶς νὰ γνωρίζουν τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, θὰ καταδικαστοῦν ὄχι μὲ κριτήριο τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. Ὅσοι, ὅμως, ἁμάρτησαν γνωρίζοντας τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, θὰ δικαστοῦν μὲ κριτήριο αὐτὸν τὸν νόμο.
(Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ “Παράκληση. Τριμηνιαία Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ”, τεῦχος 102 (2019), σ. 13-14)