π. ΜΙΧΑΗΛ ΒΟΣΚΟΥ: ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ·
Πρωτ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
Εἴθισται, ὅταν ἀρχίζει κανεὶς μιὰ ὁμιλία, νὰ ὁρίζει κατὰ πρῶτον τὶς ἔννοιες, μὲ τὶς ὁποῖες θὰ ἀσχοληθεῖ. Οἱ ἔννοιες, μὲ τὶς ὁποῖες ἐν προκειμένῳ θὰ ἀσχοληθοῦμε, εἶναι οἱ ἔννοιες “Ἐκκλησία” καὶ “σωτηρία”. Τίθεται λοιπὸν τὸ ἐρώτημα: Μποροῦμε νὰ ὁρίσουμε αὐτὲς τὶς ἔννοιες καὶ ἰδιαίτερα τὴν ἔννοια τοῦ ὅρου “Ἐκκλησία” ἢ ὄχι; Ἡ ἀπάντηση, ἐφόσον θέλουμε νὰ εἴμαστε συνεπεῖς μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι χωρὶς ἀμφιβολία ἀρνητική. Γιατὶ οὔτε στὴν Καινὴ Διαθήκη οὔτε στὰ ἔργα τῶν ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων συναντᾶται ὁποιοσδήποτε ὁρισμὸς τῆς Ἐκκλησίας. Μόνο κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες, ἐξ ἐπιδράσεως τῆς σχολαστικῆς θεολογίας τῆς Δύσεως[1], ἐμφανίστηκαν στὰ ὀρθόδοξα ἐγχειρίδια Δογματικῆς ὁρισμοὶ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔννοιες ὅπως αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἡ ἔννοια τῆς σωτηρίας, δὲν ὁρίζονται, παρὰ μόνο περιγράφονται μέσα ἀπὸ τὴν προσωπικὴ ἐμπειρία. Γιατὶ ὁρισμὸς σημαίνει περιορισμὸς καὶ εἶναι παντελῶς ἀδύνατο νὰ περιορίσει κανεὶς εἴτε τὴν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας εἴτε τὴν ἔννοια τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζωὴ καὶ κανένας δὲν μπορεῖ μέσα σ᾿ ἕναν ὁρισμὸ νὰ περιλάβει ὅλες τὶς διαστάσεις τῆς ζωῆς. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς, εἶναι τύπος καὶ εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ Παναγάθου Τριαδικοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή[2], καὶ συνεπῶς δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσει μέσα σ᾿ ἕναν ὁρισμό. Πῶς θὰ ἦταν δυνατὸν μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο νὰ περιορίσει κανεὶς τὴν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο εἶναι “τοῦ οὐρανοῦ ὑψηλοτέρα” καὶ “τῆς γῆς πλατυτέρα”[3];
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν ὁλόκληρη ἡ χορεία τῶν ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων καὶ Διδασκάλων κάνουν λόγο γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ. Τόσο στὴν Καινὴ Διαθήκη ὅσο καὶ στὰ ἔργα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ κανεὶς νὰ βρεῖ πλῆθος εἰκόνων, μὲ τὶς ὁποῖες περιγράφεται ἡ πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας (κιβωτός, ἄμπελος, λιμήν, οἶκος, νύμφη, βασίλισσα, μήτηρ, Σιὼν κ.ο.κ.). Ὅταν ὅμως γίνεται λόγος γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὡς τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου “μέλη ἐκ μέρους” (Α' Κορ. 12, 27) εἴμαστε ὅλοι, ὅσοι λάβαμε τὸ ὀρθόδοξο χριστιανικὸ Βάπτισμα, τότε δὲν ἔχουμε μιὰ ἀπὸ τὶς πολλὲς εἰκόνες, μὲ τὶς ὁποῖες περιγράφεται ἡ πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ κάτι πολὺ περισσότερο ἀπὸ μιὰ εἰκόνα. Καὶ ὁ λόγος πρὸς τοῦτο εἶναι ὅτι ἡ ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος Χριστοῦ συνδέεται ἀναπόσπαστα μὲ τὸ μέγα Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ὅταν κανεὶς λαμβάνει τὸ ὀρθόδοξο χριστιανικὸ Βάπτισμα ἐνσωματώνεται στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, γίνεται μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ παραμένει ζωντανὸ μέλος μόνο ἐφόσον τρέφεται συνεχῶς μὲ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου, μόνο ἐφόσον μετέχει στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ ταυτοχρόνως ζεῖ τὴ ζωὴ τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν ἐν Χριστῷ ζωή· ἀκριβῶς ὅπως, κατ’ ἀντιστοιχίαν, ζωντανὸ μέλος τοῦ δικοῦ μας σώματος εἶναι τὸ μέλος ἐκεῖνο, στὸ ὁποῖο κυκλοφορεῖ τὸ αἷμα διὰ μέσου τῶν αἱμοφόρων ἀγγείων.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀρχίζει μὲ σαφήνεια νὰ διαφαίνεται ἡ σχέση ἀνάμεσα στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ ζωντανὸ Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἕπεται, ὅτι ἡ Ἐκκλησιολογία, ἡ περὶ Ἐκκλησίας διδασκαλία δηλαδή, δὲν μπορεῖ νὰ χωριστεῖ ἀπὸ τὴ Χριστολογία, καὶ συνεπῶς οὔτε ἀπὸ τὴ Σωτηριολογία, ἀφοῦ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς σωτήρας τῆς ἀνθρωπότητος[4]. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ σαρκωθεὶς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ καταστήσει τὸν ἄνθρωπο θεὸ κατὰ χάριν[5], γιὰ νὰ τὸν σώσει δηλαδή. Μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἡ ἀνθρωπίνη φύση ἑνώθηκε μὲ τὴ θεία φύση στὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου καὶ μὲ τὸ ὅλο ἐπὶ τῆς γῆς ἔργο Του, κυρίως ὅμως μὲ τὸν σταυρικὸ θάνατό Του καὶ τὴν τριήμερη ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασή Του, πραγματοποιήθηκε ἡ σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητος. Γιὰ νὰ μπορέσει ὅμως ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς νὰ σωθεῖ, πρέπει νὰ γίνει μέτοχος τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Καὶ μέτοχος τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας δὲν μπορεῖ νὰ γίνει παρὰ μόνο μέσα στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου, ζωοποιημένο ἀπὸ τὴ διαρκὴ παρουσία καὶ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ Ὁποῖο ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς κατέστη ἡ ψυχὴ τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ πραγματοποιήθηκε ἡ θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν ἐνέργεια καὶ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πραγματοποιεῖται ἡ θέωση κάθε ἀνθρωπίνου προσώπου.
“Τί εἶναι ἡ σωτηρία;” διερωτᾶται ὁ σύγχρονος σέρβος Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, μιὰ ἀναμφιβόλως μεγάλη πατερικὴ μορφὴ τοῦ 20ου αἰῶνος. “Εἶναι ἡ ζωὴ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Καὶ τί εἶναι ἡ ζωὴ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ; Εἶναι ἡ ζωὴ ἐν τῷ Θεανθρώπῳ. Καὶ τί εἶναι ἡ ζωὴ ἐν τῷ Θεανθρώπῳ; Εἶναι ἡ ζωὴ ἐν τῇ Ἀγίᾳ Τριάδι”[6]. Ἡ σωτηρία δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἐνσωμάτωση τοῦ ἀνθρώπου στὴν Ἐκκλησία μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ἐκκλησιαστικοποίησή του καὶ συνεπῶς ἡ θεανθρωποποίηση καὶ ἡ τριαδοποίησή του. Ὁ ἄνθρωπος σώζεται μόνο ὡς ζωντανὸ καὶ ὀργανικὸ μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας[7]. Ἔτσι σὲ τελευταία ἀνάλυση οἱ ἔννοιες “Ἐκκλησία” καὶ “σωτηρία” εἶναι ταυτόσημες[8], ἀφοῦ σωτηρία εἶναι ἡ ἐκκλησιαστικοποίηση τοῦ ἀνθρώπου. Σωτηρία εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία, στὴν ὁποία καλούμαστε ὅλοι νὰ ἐνσωματωθοῦμε ὡς ζωντανὰ καὶ ὀργανικὰ μέλη.
Ὅλα, ὅσα ἀναφέραμε μέχρις ἐδῶ, μοιάζουν πολὺ θεωρητικὰ καὶ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ διερωτηθεῖ ποιά εἶναι ἡ πρακτική τους σημασία γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο μὲ τὶς συγκεκριμένες ἀνάγκες καὶ τὰ συγκεκριμένα προβλήματά του. Γιὰ νὰ καταστήσουμε σαφές, ὅτι καθόλου θεωρητικὰ δὲν εἶναι ὅσα λέχθηκαν σχετικὰ μὲ τὶς ἔννοιες “Ἐκκλησία” καὶ “σωτηρία”, θὰ καταφύγουμε σ᾿ ἕνα πολὺ σημαντικὸ χωρίο τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου: “Ἰατρεῖον γάρ ἐστι πνευματικὸν ἡ ἐκκλησία, καὶ δεῖ τοὺς ἐνταῦθα παραγενομένους κατάλληλα τὰ φάρμακα λαμβάνοντας, καὶ τοῖς οἰκείοις τραύμασιν ἐπιτιθέντας, οὕτως ἐπανιέναι”[9]. Ἡ Ἐκκλησία ὡς τὸ ζωντανὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι πνευματικὸ ἰατρεῖο, στὸ ὁποῖο ὁ τραυματισμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἄνθρωπος βρίσκει τὰ κατάλληλα γιὰ τὴ θεραπεία του φάρμακα. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος τραυματίζεται σωματικὰ καταφεύγει στοὺς ἰατροὺς τῶν σωμάτων, γιὰ νὰ θεραπευθεῖ. Γιὰ τὰ τραύματα ὅμως τῆς ψυχῆς, ποῦ θὰ καταφύγει; Ἀσφαλῶς στὸ ἰατρεῖο τῶν ψυχῶν, στὸ πνευματικὸ νοσοκομεῖο, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀσθένεια τῆς ψυχῆς. Ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος – καὶ ποιός ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἁμαρτωλός; - εἶναι ἕνας ἄρρωστος ἄνθρωπος, ποὺ χρειάζεται ἄμεση θεραπεία. Ἀφότου οἱ προπάτορες Ἀδὰμ καὶ Εὔα ἐξέπεσαν ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς τρυφῆς καὶ ἀπὸ τὴν ἀδιάλειπτη κοινωνία μὲ τὴν ἄκτιστη χάρη τοῦ Παναγάθου Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὁ “κατ᾿ εἰκόνα” καὶ “καθ᾿ ὁμοίωσιν” Θεοῦ δημιουργηθεὶς ἄνθρωπος κλυδωνίζεται μέσα στὸ πέλαγος τοῦ παρόντος βίου, βαριὰ τραυματισμένος ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του, καὶ ἀναζητεῖ κάποιο λιμάνι σωτηρίας. Κι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀκριβῶς τὸ πνευματικὸ λιμάνι τῶν ψυχῶν, ὅπου ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ μὲ ἀπόλυτη ἀσφάλεια νὰ ἀγκυροβολήσει. Ἡ Σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ μᾶς ἔδωσε αὐτὴν τὴ δυνατότητα, τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος γιὰ αἰῶνες μάταια ἀναζητοῦσε, καταφεύγοντας σὲ ψεύτικὰ λιμάνια, ὅπου ὄχι μόνο ἀσφάλεια δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ, ἀλλὰ ἐπιπλέον ὁδηγεῖτο σὲ ὁλοκληρωτικὸ ναυάγιο.
Ἡ Ἐκκλησία ὡς πνευματικὸ ἰατρεῖο τῶν ψυχῶν μᾶς προσφέρει τὰ κατάλληλα φάρμακα καὶ τὴν κατάλληλη θεραπεία γιὰ τὴ σωτηρία μας, μᾶς προσφέρει ἕναν συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς, τὸν ὁποῖον ἐὰν ἀκολουθήσουμε πιστὰ θὰ μπορέσουμε νὰ θεραπευθοῦμε καὶ νὰ γίνουμε ἔτσι μέτοχοι τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, κοινωνοὶ τῆς θεανθρωπίνης ζωῆς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, θεοὶ κατὰ χάριν. Τὸ ὀρθόδοξο χριστιανικὸ Βάπτισμα δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἀρχὴ τοῦ πνευματικοῦ μας ἀγῶνος, γιατὶ ὅλοι μας, παρὰ τὴν ἐνσωμάτωσή μας στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, συνεχίζουμε νὰ εἴμαστε δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας[10]. Ἡ ἐπὶ τῆς γῆς Ἐκκλησία δὲν ἀποτελεῖται ἀπὸ ἁγίους, ἀλλὰ ἀπὸ ἁμαρτωλούς, ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴ σωτηρία τους, ἀπὸ ἀνθρώπους ἑπομένως ποὺ χρειάζονται συνεχὴ θεραπεία. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα πραγματικὸ θεραπευτήριο ψυχῶν, ὅπου ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἐφόσον ἀκολουθήσει τὴ θεραπευτικὴ ἀγωγὴ ποὺ τοῦ προσφέρεται, μεταμορφώνεται κυριολεκτικὰ σὲ καινούργιο ἄνθρωπο, ἐξαγιάζεται, γίνεται πολίτης τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν ἀπὸ τὴν παροῦσα ἤδη ζωή. Μέσα στὴν Ἐκκλησία μπαίνει κανεὶς γεράκι καὶ βγαίνει περιστέρι, μᾶς τονίζει καὶ πάλι ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος. Μπαίνει λύκος καὶ βγαίνει πρόβατο· μπαίνει φίδι καὶ βγαίνει ἀρνί, ὄχι γιατὶ ἀλλάζει ἡ φύση, ἀλλὰ γιατὶ ἀπομακρύνεται ἡ κακία[11].
Ὁ τρόπος ζωῆς, ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ Ἐκκλησία, δὲν μπορεῖ ἀσφαλῶς νὰ περιγραφεῖ μέσα σὲ μερικὲς παραγράφους. Ὁ καθένας πορεύεται τὴ στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς μὲ τὴ βοήθεια καὶ τὴν καθοδήγηση κατ᾿ ἀνάγκην τοῦ πνευματικοῦ του πατρός. Γιατὶ ἡ χριστιανικὴ ζωὴ δὲν μαθαίνεται στὴ θεωρία, ἀλλὰ μόνο στὴν πράξη, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἡ ὕπαρξη πνευματικοῦ ὁδηγοῦ εἶναι ἀναγκαία. Ὡστόσο, ἐντελῶς ἐπιγραμματικὰ μιλώντας, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ὅτι ἡ χριστιανικὴ ζωὴ ἐπικεντρώνεται σὲ δύο κυρίως πλευρές: στὴ ζωὴ τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων καὶ τῆς καθόλου ἐκκλησιαστικῆς λατρείας καὶ στὴ ζωὴ τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς νήψεως.
Ἡ λατρετικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ κυρίως τὰ Ἱερὰ Mυστήρια, μὲ ἀποκορύφωμα τὸ Mυστήριο τῶν Mυστηρίων, τὴ Θεία Εὐχαριστία δηλαδή, ἀποτελοῦν τὴν κατ᾿ ἐξοχὴν δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου γιὰ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό, τὴν κατ᾿ ἐξοχὴν δυνατότητά του γιὰ ἐξαγιασμό[12]. Δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο, ποὺ στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ὁ ναὸς ὀνομάζεται “ἐκκλησία”. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος ἐκκλησιάζει τὴν ζωή του, καθίσταται καὶ παραμένει ζωντανὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας, μόνο ὅταν μετέχει στὴ λατρευτικὴ καὶ μυστηριακὴ ζωή της. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας στὴν Ἑρμηνεία του στὴ Θεία Λειτουργία, ἡ Ἐκκλησία “σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις”[13]. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι τὰ Ἱερὰ Μυστήρια εἶναι ἐκεῖνα ποὺ συνιστοῦν τὴν Ἐκκλησία. Χωρὶς τὰ Μυστήρια ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι παρὰ ἕνας ἀνθρώπινος ὀργανισμὸς ἀνάμεσα σὲ πολλοὺς ἄλλους. Ὅπως καὶ πιὸ πάνω ἀναφέραμε, ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου ὅλοι ἐμεῖς εἴμαστε μέλη, γιατὶ στὸ μέγα Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας κοινωνοῦμε τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου καὶ γινόμαστε σύσσωμοι καὶ σύναιμοι Χριστοῦ.
Γιὰ νὰ ἔχει, βεβαίως, ἀποτελέσματα ἡ συμμετοχή μας στὴ λατρευτικὴ καὶ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀπαιτεῖται κι ἕνας ἄλλος παράγοντας: ἡ ἄσκηση, ἡ νήψη. Ὅταν ἀκοῦμε λέξεις ὅπως αὐτές, ὁ νοῦς μας ἀμέσως πάει στοὺς μοναχούς, ὡς ἐὰν ἡ ἄσκηση καὶ ἡ νήψη νὰ ἀφοροῦν μόνο σ᾿ αὐτούς. Πρόκειται γιὰ μιὰ μεγάλη πλάνη, γιατὶ μὲ τὶς λέξεις αὐτὲς δὲν ἐννοοῦμε τίποτε ἄλλο, παρὰ τὸν πνευματικὸ ἀγώνα τοῦ ἀνθρώπου ν᾿ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες του καὶ ν᾿ ἀποκτήσει τὶς κατὰ Χριστὸν ἀρετές. Καὶ ἀσφαλῶς ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες καὶ ἡ ἀπόκτηση τῶν κατὰ Χριστὸν ἀρετῶν δὲν εἶναι ὑπόθεση μόνο τῶν μοναχῶν, ἀλλὰ ὑπόθεση κάθε Χριστιανοῦ. Οἱ χριστιανικὲς ἐντολὲς εἶναι οἱ ἴδιες γιὰ ὅλους τοὺς Χριστιανούς, ἔστω κι ἂν οἱ τρόποι, μὲ τοὺς ὁποίους μπορεῖ κανεὶς νὰ τὶς ἐφαρμόσει στὴν ζωή του, εἶναι πολλοί. Ἡ ἀσκητικὴ καὶ νηπτικὴ ζωὴ καὶ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς προσφέρει πάμπολλα μέσα (φάρμακα) γιὰ τὴ διεξαγωγὴ αὐτοῦ τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, ποὺ εἶναι ἀγώνας ἐφ’ ὅρου ζωῆς, ἀγώνας χωρὶς τέρμα. Δὲν μπορεῖ κανεὶς ν’ ἀπαριθμήσει αὐτὰ τὰ μέσα (φάρμακα) σὲ λίγες μονάχα γραμμές. Ἄς ἀπαριθμήσουμε μερικὰ ἐξ αὐτῶν ἐνδεικτικῶς: ἡ γνησία καὶ ἀληθινὴ πίστη, ἡ μετάνοια, ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ἐγκράτεια, ἡ φυλακὴ τῶν αἰσθήσεων, ἡ αὐτομεμψία κ.ο.κ. Στόχος πάντοτε ἡ κοινωνία μας μὲ τὸν Πανάγαθο Τριαδκικὸ Θεό, ἡ κατὰ χάριν θέωσή μας, ἡ μετοχή μας στὶς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες, ποὺ ἐπιτυγχάνεται, ὅταν ἀνέλθουμε στὴν κορωνίδα πασῶν τῶν ἀρετῶν, ποὺ εἶναι ἡ ἀληθινὴ καὶ ἄνευ ὁρίων ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πλησίον.
Μυστηριακὴ - λατρευτικὴ καὶ ἀσκητικὴ - νηπτικὴ ζωὴ ἀλληλοσυμπληρώνονται. Ἡ συμμετοχὴ στὰ ἐκκλησιαστικὰ Μυστήρια καὶ τὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας χωρὶς τὴν προϋπόθεση τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς νήψεως, ὄχι μόνο δὲν ὠφελεῖ τὸν πιστό, ἀλλὰ καὶ τὸν ζημιώνει. Γιατὶ τότε τὰ ἐκκλησιαστικὰ Μυστήρια καὶ ἡ καθόλου ἐκκλησιαστικὴ λατρεία καθίστανται τύποι χωρὶς οὐσία. Ὁ πιστὸς ἔχει ἥσυχη τὴ συνείδησή του, ὅτι ἐπιτελεῖ δῆθεν τὰ ἐκκλησιαστικά του καθήκοντα, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα παραμένει πνευματικὰ νεκρός. Ποτὲ δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε, ὅτι, ὅταν μεταλαμβάνουμε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων ἀναξίως, τότε δὲν μεταλαμβάνουμε “εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον”, ἀλλὰ “εἰς κρῖμα ἢ εἰς κατάκριμα”. Ὅμως, καὶ ἡ ὁποιαδήποτε ἀσκητικὴ προσπάθεια καὶ τὸ ὁποιοδήποτε ἀσκητικὸ ἀγώνισμα δὲν μᾶς ἐπιφέρουν κανένα κέρδος, ἐὰν δὲν ἔχουν ὡς προϋπόθεσή τους, ἀλλὰ καὶ ὡς ἀπώτερο στόχο τους, τὴ λατρευτικὴ καὶ μυστηριακὴ ζωή. Ἡ ἄσκηση καὶ ἡ νήψη ποτὲ δὲν ἀποτελοῦν αὐτοσκοπό. Ὅταν καθίστανται αὐτοσκοπός, ὅταν αὐτονομοῦνται ἀπὸ τὴν καθόλου ἐκκλησιαστικὴ ζωή, ὅταν ἀποτελοῦν ἀτομικὰ ἐπιτεύγματα τοῦ πιστοῦ, ἔξω ἀπὸ τὴ μυστηριακὴ χάρη τῆς Ἐκκλησίας, τότε ὁδηγοῦν στὴν ἔπαρση καὶ τὴν ἀλαζονία καὶ συνεπῶς στὴν πνευματικὴ αὐτοκτονία. Γιατί, ὅπως μᾶς καθιστᾶ σαφὲς στὶς ἐπιστολές του ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἐκκλησιαστικοὶ Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι, δὲν εἶναι οἱ ὅποιες ἀρετές μας ποὺ μᾶς σώζουν, ἀλλὰ τὸ ἔλεος καὶ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἐξάλλου, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς τόνισε μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια: “ὅταν ποιήσητε πάντα τὰ διατεταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὅτι ὃ ὀφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν” (Λουκ. 10,17).
Συγκεφαλαιώνοντας, θὰ μπορούσαμε νὰ ἐπαναλάβουμε, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ πνευματικὸ ἰατρεῖο, τὸ θεπαπευτήριο ψυχῶν, ὅπου ὁ τραυματισμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἄνθρωπος βρίσκει τὰ κατάλληλα φάρμακα γιὰ τὴ θεραπεία του. Μᾶς προσφέρει ἕναν συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς, ποὺ ἐπικεντρώνεται σὲ δύο κυρίως πλευρές: στὴ ζωὴ τῶν Μυστηρίων καὶ τῆς καθόλου ἐκκλησιαστικῆς λατρείας καὶ στὴ ζωὴ τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς νήψεως. Ἀκολουθώντας κανεὶς αὐτὸν τὸν τρόπο ζωῆς, καθίσταται καὶ παραμένει ζωντανὸ μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Μὲ τὴν ὀργανικὴ ἐνσωμάτωσή του δὲ στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ σώζεται, γιατὶ σωτηρία εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία ὡς τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Συνεπῶς ἡ μοναδικὴ ἀσφαλὴς ὁδὸς σωτηρίας, ἡ μοναδικὴ ἀσφαλὴς ὁδός, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, εἶναι ἡ στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδὸς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Μετέχοντας κανεὶς στὴν ζωὴ τῆς ἐπιγείου Ἐκκλησίας, μετέχει ἤδη “δι᾿ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι” (Α' Κορ. 13,12) στὴν ζωὴ τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Γιατὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι εἰκόνα τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, εἰκόνα ὅμως μὲ τὴν ὀντολογικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, ὡς “ἐκ μέρους” μετοχὴ δηλαδὴ στὴν πραγματικότητα τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο, ποὺ ἡ Θεία Λειτουργία ἀρχίζει μὲ τὴ φράση “Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος”. Ἡ καθόλου ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μὲ ἐπίκεντρο τὴ Θεία Λειτουργία καὶ τὸ τελούμενο κατ᾿ αὐτὴν Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀποτελεῖ πρόγευση τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Καὶ ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν ὡς ἡ “πρόσωπον πρὸς πρόσωπον” κοινωνία μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ ἀποτελεῖ τὸν σκοπὸ καὶ τὸ τέρμα ὅλων τῶν προσπαθειῶν μας[14].
(Δημοσιεύθηκε στὸ ἐπίσημο περιοδικὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου “Ἀπόστολος Βαρνάβας”, Τόμος 76 (2015), σ. 595-602)
· Τὸ κείμενο αὐτὸ στὴν ἀρχική του μορφὴ ἐκφωνήθηκε ὡς ὁμιλία τὴν 15η Ὀκτωβρίου 1996 κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ΚΒ’ Συνεδρίου Στελεχῶν τῆς Ἐφορείας Κατηχητικῶν Σχολείων Παλουριωτίσσης. Τὸ ἀρχικὸ κείμενο τῆς ὁμιλίας ἔτυχε μεταγενέστερης ἐπεξεργασίας.
[1] Τὸ ἀποκορύφωμα τῆς σχολαστικῆς σκέψεως στὴν περὶ Ἐκκλησίας διδασκαλία ἀποτελεῖ ἡ γνωστὴ φράση τοῦ Robert Bellarmin, συμφώνως πρὸς τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία κοινότητα ἀνθρώπων, ἡ ὁποία εἶναι τόσο ὁρατὴ καὶ ψηλαφητὴ ὅσο καὶ ἡ κοινότητα τοῦ ρωμαϊκοῦ λαοῦ, τὸ Βασίλειο τῆς Γαλλίας ἢ ἡ Δημοκρατία τῆς Βενετίας. “Ecclesia enim est coetus hominum ita visibilis et palpabilis, ut est coetus populi Romani, vel Regnum Galliae, aut Respublica Venetorum” (De conciliis et ecclesia III, 2).
[2] Βλ. ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Μυσταγωγία Α', PG 91,664D κ.ἑ.
[3] ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, “Ὅτε τῆς Ἐκκλησίας ἔξω εὑρεθεὶς Εὐτρόπιος ...” 6, PG 52,402.
[4] “... οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς” (Πράξ. 4,12).
[5] “... αὐτὸς ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν” (ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου 54, PG 25,192Β).
[6] ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος. Μελετήματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, Μετ. Ἀθ. Γιέβτιτς, Ε' ἔκδ., Ἀθῆναι: Ἀστὴρ 1987, σ. 174.
[7] Ἔνθ᾿ ἀνωτ., σ. 169.
[8] Ἡ ταύτιση τῶν δύο ἐννοιῶν εἶναι σαφέστατη στὸ ἑξῆς χωρίο: “ὡς γὰρ τὸ θέλημα αὐτοῦ (τοῦ Θεοῦ) ἔργον ἐστὶ καὶ τοῦτο κόσμος ὀνομάζεται, οὕτω καὶ τὸ βούλημα αὐτοῦ ἀνθρώπων ἐστὶ σωτηρία καὶ τοῦτο Ἐκκλησία κέκληται” (ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ, Παιδαγωγός Ι 6, PG 8, 281C).
[9] ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς τὴν Γένεσιν Α' 1, PG 53,22.
[10] “... Τοιοῦτον δὲ τὸ τοῦ βαπτίσματος ἀγαθόν. Οὐ γὰρ ἄγχει τὴν γνώμην οὐδὲ κατέχει, ἀλλὰ δύναμις οὖσα τοὺς μὲν χρωμένους ὤνησε, τοὺς δὲ μὴ χρωμένους οὐδὲν ἐκώλυσε μεῖναι πονηρούς, καθάπερ καὶ τὸ σῶν ἔχειν τὸν ὀφθαλμὸν οὐκ ἄν προσταίη τοῖς ἐν σκότει ζῆν βουλομένοις...” (ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς Β' 60, SC 355,188, PG 150,515D).
[11] “... εἰσῆλθέ τις ἱέραξ ἐνταῦθα καὶ ἐξέρχεται περιστερά· εἰσέρχεται λύκος καὶ ἐξέρχεται πρόβατον· εἰσέρχεται ὄφις καὶ ἐξέρχεται ἀρνίον, οὐ τῆς φύσεως μεταβαλλομένης, ἀλλὰ τῆς κακίας ἐλαυνομένης” (ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Περὶ μετανοίας Η' 1, PG 49,336-337).
[12] Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ διαβεβαίωνε μέσα ἀπὸ τὴν προσωπική του ἐμπειρία, “ ὅτι στὸν σύγχρονο κόσμο δὲν ὑπάρχει τελειότερος τρόπος λατρείας τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία, καὶ ὅτι στὸ ἐπίπεδο τῆς προσευχῆς, ἡ Λειτουργία ἀποδίδει τοὺς ἴδιους καρποὺς μὲ τὴν ἡσυχαστικὴ προσευχή” (Ἀρχιμ. ΖΑΧΑΡΙΑ, Τὸ χάραγμα τοῦ Χριστοῦ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, Ἱερὰ Σταυροπηγιακὴ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2015, σ. 79).
[13] “Σημαίνεται δὲ ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις, οὐχ ὡς ἐν συμβόλοις, ἀλλ᾿ ὡς ἐν καρδίᾳ μέλη, καὶ ὡς ἐν ρίζῃ τοῦ φυτοῦ κλάδοι, καὶ καθάπερ ἔφη ὁ Κύριος, ὡς ἐν ἀμπέλῳ κλήματα. Οὐ γὰρ ὀνόματος ἐνταῦθα κοινωνία μόνον, ἢ ἀναλογία ὁμοιότητος, ἀλλὰ πράγματος ταυτότης” (ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Ἑρμηνεία τῆς θείας Λειτουργίας ΛΗ', PG 150,452 CD).
[14] “Ἐν ταύτῃ τῇ ἁγίᾳ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ διδασκόμενοί τε καὶ ἀναστρεφόμενοι καλῶς, τὴν τῶν οὐρανῶν βασιλείαν ἕξομεν, καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσομεν· δι᾿ ἥν καὶ πάντα κάμνομεν, ὅπως παρὰ τοῦ Κυρίου ταύτης ἀπολαύσωμεν. Οὐ γὰρ περὶ μικρῶν ὁ σκοπὸς, ἀλλὰ περὶ ζωῆς αἰωνίου τὸ σπουδαζόμενον” (ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Κατήχησις ΙΗ' 28, PG 33,1049).