π. ΜΙΧΑΗΛ ΒΟΣΚΟΥ: Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΣ Ο ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ
Ὁ Ἅγιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος
Πρωτ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
Ὁ Ἅγιος Νεόφυτος, ὁ πρεσβύτερος, μοναχὸς καὶ Ἔγκλειστος, γεννήθηκε στὰ Λεύκαρα τῆς ἐπαρχίας Λάρνακας τὸ 1134 μ.Χ. ἀπὸ γονεῖς πολὺ φτωχούς, ἀλλὰ εὐσεβεῖς καὶ μὲ φόβο Θεοῦ, καὶ μεγάλωσε σὲ μιὰ πολυμελὴ οἰκογένεια. Λόγῳ τῆς μεγάλης φτώχειας τῶν γονέων του, δὲν μπόρεσε καθόλου νὰ μάθει γράμματα μέχρι τὰ 18 του χρόνια, ποὺ παρέμεινε κοντὰ στὴν οἰκογένειά του. Παρόλο ποὺ οἱ γονεῖς του ἤθελαν νὰ τὸν παντρέψουν, μόλις ἐνηλικιώθηκε, ἔφυγε γιὰ τὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου στὸν Κουτσοβέντη, στὶς νότιες παρυφὲς τοῦ Πενταδακτύλου, φλεγόμενος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ μεγάλο πόθο ν’ ἀφιερώσει ἐξ ὁλοκλήρου τὴν ζωή του στὸν Θεό. Εἰσῆλθε, λοιπόν, ὡς δόκιμος μοναχὸς στὴ μοναστικὴ ἀδελφότητα τῆς ἀκμάζουσας τότε Μονῆς τοῦ Κουτσοβέντη καὶ παρέμεινε σ’ αὐτὴν γιὰ ἕξι χρόνια (ἀπὸ τὸ 1152 μέχρι τὸ 1158 μ.Χ.). Τὸ πρῶτο διακόνημα ποὺ ἀνέλαβε στὴ μονὴ αὐτή, λόγῳ τῆς ἀπαιδευσίας του, ἦταν ἡ φροντίδα τῶν ἀμπελώνων τῆς μονῆς. Ὡστόσο, ἀξιοποίησε ὅλες τὶς δυνατότητες, ποὺ τοῦ προσφέρονταν στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ μάθει γράμματα. Κατάφερε, μάλιστα, ὄχι μόνο νὰ μάθει γράμματα, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀποστηθίσει ὁλόκληρο τὸ Ψαλτήρι καὶ τὰ πρῶτα κεφάλαια τοῦ Βιβλίου τῆς Γενέσεως.
Τὸ 1158 μ.Χ. πῆγε, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς τοῦ Κουτσοβέντη, γιὰ προσκύνημα στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπως ἦταν ἡ μεγάλη του ἐπιθυμία. Γιὰ ἕνα ἑξάμηνο γύριζε τὰ μοναστήρια καὶ τὰ ἀσκητήρια τῆς Παλαιστίνης, ἀναζητώντας πνευματικὸ ὁδηγό, ὥστε ν’ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἀναχωρητικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ ζωή. Τελικά, ἔλαβε πληροφορία ἀπὸ τὸν καρδιογνώστη Θεὸ νὰ ἐπιστρέψει στὴ γενέτειρά του Κύπρο καὶ νὰ ἀναζητήσει ἐκεῖ τόπο ἡσυχίας. Καὶ τὸν τόπο αὐτὸ τὸν βρῆκε ἐννέα χιλιόμετρα βορειοδυτικὰ τῆς Πάφου, ἐκεῖ ὅπου μέχρι σήμερα εὑρίσκεται ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νεοφύτου. Ἐπιθυμώντας νὰ ζήσει “μόνος μόνῳ τῷ Θεῷ”, λάξευσε πάνω στὸν βράχο τὴν Ἐγκλείστρα του, τὴν ὁποία διαμόρφωσε ὅπως ὁ ἴδιος ἤθελε. Χώρισε τὸ συγκεκριμένο σπήλαιο σὲ δύο μέρη. Στὸ ἕνα μέρος τοποθέτησε Ἁγία Τράπεζα ἀπὸ μαρμάρινη πλάκα καὶ ἀφιέρωσε τὸ ἐκκλησάκι, ποὺ διαμορφώθηκε, στὸν Τίμιο καὶ Ζωοποιὸ Σταυρό, καὶ στὸ ἄλλο μέρος (στὸ βάθος) ἔφτιαξε τὸ κελλί του, ἕναν μικρὸ χῶρο ποὺ περιλαμβάνει τὴν κλίνη του, τὸ γραφεῖο του καὶ τὸν τάφο του. Σ’ αὐτὸ τὸ κελλὶ ἔζησε περισσότερα ἀπὸ τὰ μισὰ χρόνια τῆς ζωῆς του ἐν νηστείᾳ, ἀγρυπνίᾳ καὶ προσευχῇ, καλλιεργώντας ἀδιαλείπτως τὴ μνήμη τοῦ θανάτου καὶ προετοιμαζόμενος γιὰ τὴν ἀναχώρησή του γιὰ τὴν ἄλλη ζωή, τὴν αἰώνια. Ἡ Ἐγκλείστρα τοῦ Ἁγίου Νεοφύτου διασώζεται σὲ πολὺ καλὴ κατάσταση μέχρι σήμερα, γιὰ νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει πῶς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ προσφέρει κυριολεκτικὰ “πᾶσαν τὴν ζωὴν αὐτοῦ Χριστῷ τῷ Θεῷ”.
Γιὰ ἕντεκα χρόνια ἀφοσιώθηκε ὁ Ἅγιος Νεόφυτος στὴν ἀγαπημένη του ἡσυχία. Στὰ 1170 μ.Χ., ὅμως, σὲ ἡλικία 36 ἐτῶν, χειροτονεῖται πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν λόγιο ἐπίσκοπο Πάφου Βασίλειο Κίνναμο. Ἔκτοτε ἡ ζωὴ τοῦ Ἁγίου ἀλλάζει, ἀφοῦ ἀναγκάζεται νὰ γίνει πνευματικὸς ὁδηγὸς καὶ πνευματικὸς πατέρας ἄλλων ἀνθρώπων. Τὸ ἀσκητήριό του, ἡ Ἐγκλείστρα του, μεταβάλλεται ἀρχικὰ σὲ μιὰ μικρὴ σκήτη καὶ σταδιακὰ σὲ κοινοβιακὴ μονή, ποὺ θὰ καταστεῖ ἀργότερα Βασιλικὴ καὶ Σταυροπηγιακὴ Μονὴ μαζὶ μὲ τὶς Μονὲς τοῦ Κύκκου καὶ τοῦ Μαχαιρᾶ.
Τὸ 1197 μ.Χ., ὄντας σὲ προχωρημένη ἡλικία, ἀποφάσισε ὁ Ἅγιος Νεόφυτος νὰ λαξεύσει στὸν βράχο πάνω ἀπὸ τὴν Ἐγκλείστρα του τὴν λεγομένη Ἀνωτέρα Ἐγκλείστρα ἢ Νέα Σιών, μὲ σκοπὸ νὰ διασφαλίσει τὶς συνθῆκες γιὰ συνέχιση τῆς ἡσυχαστικῆς του ζωῆς. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς λάξευσης τῆς Ἀνωτέρας Ἐγκλείστρας, ἔζησε ὁ Ἅγιος ἕναν ἰδιαίτερα μεγάλο πειρασμό, ποὺ ἀπείλησε ἄμεσα τὴν ζωή του. Ἕνας ὁλόκληρος βράχος ἀποκολλήθηκε ἀπὸ τὴ βάση του καὶ ἔπεσε πάνω του. Τὸ κτύπημα ἦταν τόσο φοβερό, ὥστε δὲν πίστευε πὼς μποροῦσε νὰ ζήσει μετὰ ἀπὸ αὐτό. Τελικὰ διασώθηκε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Τὴ διάσωσή του ἐξέλαβε ὡς μιὰ θαυμαστὴ ἐνέργεια τῆς πρόνοιας τοῦ Παναγάθου Θεοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ περιέγραψε μὲ κάθε λεπτομέρεια τὸ περιστατικὸ αὐτὸ στὸ Βιβλίο τῆς Θεοσημείας (“Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς αὐτὸν γενομένην παραδόξως θείαν ἐπικουρίαν καὶ ἀώρου θανάτου ἀπαλλαγὴν ἐκ λίθου καὶ κρημνοῦ, ἣν ἐσκευώρησε μὲν ὁ παμπόνηρος δαίμων, διεσκέδασε δὲ ὁ πανελεήμων Θεός, ὁ ζωῆς ἔχων καὶ θανάτου τὴν ἐξουσίαν”). Τὴν ἀνάμνηση τῆς Θεοσημείας, τῆς θαυμαστῆς δηλαδὴ διασώσεως τοῦ Ἁγίου Νεοφύτου κατὰ τὴν πτώση του ἀπὸ τὴν Ἀνωτέρα Ἐγκλείστρα, ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 24 Ἰανουαρίου. Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος μάλιστα συνέταξε τροπάρια γι’ αὐτὴ τὴν ἡμέρα.
Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι, ὅπως ἀναφέραμε πιὸ πάνω, ἔμαθε γράμματα μετὰ τὰ 18 του χρόνια, ὑπῆρξε, ὡστόσο, ἕνας πολυγραφώτατος ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας. Θὰ μπορούσαμε χωρὶς ἀμφιβολία νὰ ποῦμε, ὅτι εἶναι ὁ πολυγραφώτερος συγγραφέας τοῦ μεσσαιωνικοῦ ἑλληνισμοῦ στὴν Κύπρο. Στὰ συγγράμματά του περιλαμβάνονται πανηγυρικοὶ λόγοι, κατηχήσεις, κείμενα ἑρμηνευτικὰ βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς κ.ἄ. Περιλαμβάνεται ἐπίσης ἡ Τυπική του Διαθήκη, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ μοναστηριακὸ κτητορικὸ τυπικὸ τῆς Ἱερᾶς Βασιλικῆς καὶ Σταυροπηγιακῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Νεοφύτου. Ἡ Τυπικὴ Διαθήκη, ποὺ ἀποτελεῖ, μᾶλλον, καὶ τὸ τελευταῖο ἔργο τοῦ Ἁγίου Νεοφύτου, συνετάχθη τὸ ἔτος 1214 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ στὶς 12 Ἀπριλίου τοῦ 1219 μ.Χ. Μετὰ τὴν κοίμησή του, οἱ πατέρες τῆς Μονῆς του τοποθέτησαν τὸ Τίμιο Λείψανό του στὸν τάφο, ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε λαξεύσει στὴν Ἐγκλείστρα του. Ἔκτισαν δὲ τοῖχο μπροστὰ ἀπὸ τὸν τάφο, ὥστε αὐτὸς νὰ μὴν μπορεῖ νὰ ἐντοπιστεῖ, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος τοὺς εἶχε δώσει ἐντολή. Ἐκεῖ, λοιπόν, παρέμεινε τὸ Τίμιο Λείψανό του γιὰ περισσότερη ἀπὸ μισὴ χιλιετία, χωρὶς κανένας νὰ γνωρίζει τὴν ὕπαρξή του, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὴν ὕπαρξη του τάφου του. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ προστατεύθηκε τόσο ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου ὅσο καὶ τὸ Τίμιο Λείψανό του ἀπὸ τὴ μανία τῶν Ἀγαρηνῶν Τούρκων. Κατὰ τὸ ἔτος 1750 μ.Χ. ἀνευρέθη μὲ θαυμαστὸ τρόπο ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου καὶ μέσα σ’ αὐτὸν τὸ Τίμιο Λείψανό του “ἔτι μετὰ τῆς ἐπιδερμίδος, περιεζωσμένον μετὰ ἁλύσεων, ὧν ἔφερε κατάσαρκα ὁ μακάριος ἐπὶ ζωῆς … εὐωδίαν ἄῤῥητον ἀναπέμπον”. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐπεσυνέβη στὶς 28 Σεπτεμβρίου, ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ἑορτάζεται ἔκτοτε ἡ εὕρεση καὶ ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ Τιμίου Λειψάνου τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Νεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου.
(Δημοσιεύθηκε στὸ ἐπίσημο περιοδικὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου “Ἀπόστολος Βαρνάβας”, Τόμος 78 (2017), σ. 66-69)