π. ΜΙΧΑΗΛ ΒΟΣΚΟΥ: “ΜΕΤΕΜΟΡΦΩΘΗΣ ΕΝ Τῼ ΟΡΕΙ ΧΡΙΣΤΕ Ο ΘΕΟΣ”
«Mετεμορφώθης ἐν τῷ ὄρει, Χριστὲ ὁ Θεὸς»
Πρωτοπρ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
Ἡ ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου ἀνήκει στὶς μεγάλες Δεσποτικὲς ἑορτὲς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους καὶ ἑορτάζεται στὶς 6 Αὐγούστου. Ὡστόσο τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου στὸ ὄρος Θαβὼρ ἔγινε ὄχι τὸ Καλοκαίρι, ἀλλὰ σαράντα ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος καὶ τὸν σταυρικὸ θάνατο τοῦ Θεανθρώπου. Θὰ ἔπρεπε λοιπὸν κανονικὰ νὰ ἑορτάζεται κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀνάλογα μὲ τὴν ἡμερομηνία τοῦ Πάσχα. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἑορτασμὸς τῆς Μεταμορφώσεως κατ’ ἐκείνη τὴν περίοδο δὲν θὰ γινόταν μὲ τὴν ἐπιβαλλόμενη λαμπρότητα, προτίμησε ἡ Ἐκκλησία μας νὰ καθορίσει τὸν ἑορτασμό της μέσα στὸ Καλοκαίρι, σαράντα ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴ δεύτερη Μεγάλη Παρασκευὴ τοῦ ἐκκλησιστικοῦ ἔτους, ποὺ εἶναι ἡ Ὕψωσις τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ στὶς 14 Σεπτεμβρίου.
Ἡ ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἑορτὴ τοῦ ἀκτίστου θείου Φωτός. Τὸ Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως ἔγινε πολλὲς φορὲς στὴ διάρκεια τῆς Ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας ἀντικείμενο συζητήσεων καὶ ἐρίδων, μὲ ἀποκορύφωμα τὴ σφοδρὴ σύγκρουση κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μεταξὺ τῶν Ἡσυχαστῶν μὲ κορυφαῖο ἐκπρόσωπό τους τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ποὺ ζοῦσαν ἐμπειρικὰ τὸ ἄκτιστο θεῖο Φῶς, καὶ τοῦ ἐκ Καλαβρίας μοναχοῦ Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος ἐκπροσωπόντας τὴν σχολαστικὴ Δύση θεωροῦσε τὸ Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως ὑλικὸ καὶ κτιστό. Ὄντως τὸ θέμα αὐτὸ ἀποτελεῖ μιὰ ἀπὸ τὶς σημαντικότερες θεολογικὲς διαφορὲς ἀνάμεσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ τὸν Παπισμό, ἀφοῦ ὁλόκληρη ἡ διδασκαλία, ἡ ζωὴ καὶ ἡ πνευματικὴ ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔχει ὡς ἐπίκεντρό της τὴν ἄκτιστη θεία χάρη, διὰ τῆς μετοχῆς στὴν ὁποία θεοῦται ὁ ἄνθρωπος, ἐνῶ ὁ Παπισμὸς ἀρνεῖται τὴν ἄκτιστη θεία χάρη καὶ ἄρα καὶ τὴ δυνατότητα πραγματικῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ θεία χάρη ἐκλαμβάνεται ὡς κτιστὴ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει λόγος γιὰ πραγματικὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὡς ἐκ τούτου ὁ μόνος τρόπος νὰ πλησιάσει ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεὸ εἶναι διὰ μέσου τῆς διανοήσεως, ὅπως ἔπραξε ἡ σχολαστικὴ θεολογία τῆς Δύσεως.
Ὅλα τὰ τροπάρια τῆς μεγάλης αὐτῆς Δεσποτικῆς ἑορτῆς περιγράφουν μὲ ἀπαράμιλλο ποιητικὸ τρόπο καὶ μὲ μοναδικὸ πνευματικὸ βάθος τὰ γεγονότα τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἑορτή, ὅπως αὐτὰ περιγράφονται στὶς σελίδες τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀπὸ τοὺς τρεῖς Συνοπτικοὺς Εὐαγγελιστὲς (Ματθαῖο, Μᾶρκο καὶ Λουκᾶ). Ἀπὸ αὐτὰ τὰ τροπάρια θὰ σχολιάσουμε σ’ αὐτό μας τὸ ἄρθρο τὸ Δοξαστικὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ, ποὺ ψάλλεται σὲ ἦχο πλάγιο δεύτερο.
“Προτυπῶν τὴν Ἀνάστασιν τὴν σήν, Χριστὲ ὁ Θεός, τότε παραλαμβάνεις τοὺς τρεῖς σου μαθητάς, Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, ἐν τῷ Θαβὼρ ἀνελθών. Σοῦ σὲ Σωτὴρ μεταμορφουμένου, τὸ Θαβώριον ὄρος φωτὶ ἐσκέπετο. Οἱ Μαθηταί σου Λόγε, ἔρριψαν ἑαυτοὺς ἐν τῷ ἐδάφει τῆς γῆς, μὴ φέροντες ὁρᾶν τὴν ἀθέατον μορφήν. Ἄγγελοι διηκόνουν φόβῳ καὶ τρόμῳ, οὐρανοὶ ἔφριξαν, γῆ ἐτρόμαξεν, ὁρῶντες ἐπὶ γῆς, τῆς δόξης τὸν Κύριον”.
Δηλαδή: Θέλοντας νὰ προτυπώσεις τὴν Ἀνάστασή Σου, Χριστὲ ὁ Θεός, τότε παραλαμβάνεις τοὺς τρεῖς Σου Μαθητές, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, καὶ ἀνεβαίνεις στὸ ὄρος Θαβώρ. Καθὼς δὲ μετεμορφώθης ἐνώπιον τῶν Μαθητῶν Σου, τὸ Θαβώριον ὄρος σκεπάστηκε μὲ τὸ ἄκτιστο Φῶς τῆς θεότητος. Οἱ Μαθητές Σου, Λόγε, ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπο στὸ ἔδαφος μὴ μπορώντας νὰ δοῦν τὴν ἀθέατη μορφή Σου. Ἄγγελοι διακονοῦσαν μὲ φόβο καὶ τρόμο, οἱ οὐρανοὶ ἔφριξαν καὶ ἡ γῆ τρόμαξε βλέποντας πάνω στὴ γῆ τὸν Κύριο τῆς δόξης.
Ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός, σαράντα ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος Του, ὅπως εἴπαμε, ἀνεβαίνει στὸ ὄρος Θαβὼρ μαζὶ μὲ τρεῖς ἀπὸ τοὺς Μαθητές Του, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ βρίσκονταν σὲ τέτοια πνευματικὴ κατάσταση ποὺ μποροῦσαν νὰ δοῦν τὴ θεία δόξα τοῦ Θεανθρώπου πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάστασή Του καὶ τὴν Πεντηκοστή. Ἐκεῖ λοιπὸν στὸ ὄρος Θαβὼρ ὁ Κύριος μετεμορφώθη μπροστὰ στοὺς τρεῖς Μαθητές Του, τοὺς φανέρωσε δηλαδὴ τὴ θεϊκή Του δόξα, τοὺς ἀπεκάλυψε τὸ ἄκτιστο Φῶς τῆς θεότητος. Ὅπως πολὺ ὄμορφα τονίζει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ μεγάλος αὐτὸς δογματικὸς θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Χριστὸς κατὰ τὴ Μεταμόρφωσή Του δὲν προσέλαβε κάτι ποὺ δὲν εἶχε, οὔτε μεταβλήθηκε σὲ κάτι ποὺ δὲν ἦταν, ἀλλὰ φανέρωσε στοὺς Μαθητές Του αὐτὸ ποὺ ἦταν πραγματικά. Φανέρωσε δηλαδὴ στοὺς Μαθητές του τὴ δόξα τῆς θεότητός Του, τὴν ὁποία ἔκρυπτε μέχρι τότε, γιατὶ δὲν μποροῦσαν οἱ ἄνθρωποι νὰ τὴν ἀντικρύσουν. Καὶ φανέρωσε τὴ δόξα τῆς θεότητός Του ἀκριβῶς γιὰ νὰ τοὺς στηρίξει στὴν πίστη ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ μὴ κλονιστοῦν μὲ ὅσα συγκλονιστικὰ θὰ συνέβαιναν κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Πάθους καὶ τοῦ σταυρικοῦ Του θανάτου. Οἱ Μαθητὲς πῆραν μιὰ γεύση τῆς δόξας τοῦ Κυρίου, τὴν ὁποία θὰ γευθοῦν ἀκόμη περισσότερο μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Μ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια λοιπὸν ἡ Μεταμόρφωση ἀποτελεῖ προτύπωση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
Τὸ ἄκτιστο θεῖο Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως δεν ἦταν φανέρωση ὁλόκληρης τῆς δόξας τῆς θεότητος, ἀλλὰ φανέρωση μονάχα μιᾶς μικρῆς ἐνέργειας τῆς θεότητος. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ διατύπωση τοῦ Ἀπολυτικίου τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως: “Μετεμορφώθης ἐν τῷ ὄρει, Χριστὲ ὁ Θεός, δείξας τοῖς μαθηταῖς Σου τὴν δόξαν Σου καθὼς ἠδύναντο”. Τοὺς φανέρωσε τὴ δόξα Του σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ τὴν ἀντέξουν καὶ νὰ μὴν κινδυνεύσουν νὰ χάσουν ἀκόμη καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωή τους. Παρὰ ταῦτα ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπο στὸ ἔδαφος, γιατὶ δὲν μποροῦσαν ν’ ἀντέξουν ἔστω καὶ τὴ φανέρωση αὐτῆς τῆς μικρῆς ἐνέργειας τῆς θεότητος, δὲν μποροῦσαν ν’ ἀντέξουν τὴ θέα τῆς ἀθεάτου μορφῆς τοῦ Κυρίου. Μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴ μεγαλειώδη φανέρωση τῆς θεϊκῆς δόξας τοῦ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἔφριξαν καὶ ἡ γῆ ἐτρόμαξε, ἐνῶ Ἄγγελοι διακονοῦσαν μὲ φόβο καὶ τρόμο.
Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κύριος μετεμορφώθη ἐνώπιον τῶν Μαθητῶν Του κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας καὶ ἐνῶ ὁ ἤλιος ἦταν μεσουρανίς. Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο μποροῦσαν οἱ Μαθητὲς νὰ συγκρίνουν τὴ δόξα τοῦ αἰσθητοῦ ἠλίου μὲ τὴ δόξα τοῦ νοητοῦ Ἠλίου, τὸ κτιστὸ φῶς τοῦ αἰσθητοῦ ἠλίου μὲ τὸ ἄκτιστο Φῶς τοῦ νοητοῦ Ἠλίου. Ἡ λαμπρότητα τοῦ ἀκτίστου θείου Φωτὸς ἦταν τόσο δυνατὴ ποὺ ὁ αἰσθητὸς ἤλιος μὲ τὸ φῶς του χάθηκαν ἐντελῶς καὶ ἀπεδείχθη μὲ τὸν πλέον ἐντυπωσιακὸ τρόπο ἡ ἀγεφύρωτη διαφορὰ μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, μεταξὺ Θεοῦ καὶ δημιουργίας.
Καὶ κάτι τελευταῖο: Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου φανερώθηκε στὸ ὄρος Θαβὼρ ἡ Ἁγία Τριάδα, ὅπως ἀκριβῶς φανερώθηκε καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου στὸν Ἰορδάνη Ποταμό. Τὸ δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ σεσαρκωμένος Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, φανέρωσε στοὺς τρεῖς Μαθητὲς τὴ θεία δόξα Του μὲ τὴ Μεταμόρφωσή Του. Ὁ Θεὸς Πατὴρ φανερώθηκε, ὅπως καὶ στὴ Βάπτιση, ὡς φωνὴ ποὺ ἐπιβεβαίωσε ὅτι “οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα”, ἐνῶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα φανερώθηκε ὡς φωτεινὴ νεφέλη ποὺ ἐπεσκίασε τοὺς τρεῖς Μαθητές.
(Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου “Παρέμβαση Ἐκκλησιαστική. Ὀρθόδοξο Πνευματικό Ἔντυπο”, τεῦχος 12 (2010), σ. 606-609)