π. ΜΙΧΑΗΛ ΒΟΣΚΟΥ: ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΦΩΣ
Tὸ Ἅγιον Φῶς
Πρωτοπρ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
Κάθε χρόνο τὶς μέρες τοῦ Πάσχα τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου Φωτὸς στὸν Πανάγιο Τάφο τοῦ Κυρίου μας στὰ Ἱεροσόλυμα ἔρχεται στὴν ἐπικαιρότητα. Ἄλλοι ἐκφράζουν τὸν θαυμασμό τους γι’ αὐτὸ τὸ κατ’ ἔτος ἐπαναλαμβανόμενο θαῦμα κι ἄλλοι ἐκφράζουν τὶς μικρὲς ἢ τὶς μεγάλες ἀμφιβολίες τους. Ὁρισμένοι μάλιστα φθάνουν στὸ σημεῖο νὰ μιλοῦν γιὰ μιὰ καλοστημένη ἀπάτη. Ὡστόσο τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου Φωτὸς ἔχει μιὰ ἱστορία αἰώνων, τὴν ὁποία ὁ πολὺ κόσμος ἀγνοεῖ, ἡ ὁποία ὅμως παρουσιάζει πολλὲς ἐνδιαφέρουσες πτυχές.
Πολλὰ ἔχουν λεχθεῖ καὶ πολλὰ ἔχουν γραφεῖ γιὰ τὸ Ἅγιον Φῶς, θετικὰ καὶ ἀρνητικά, ἐνῶ ἔχουν ἐκδοθεῖ καὶ ἀρκετὰ σχετικὰ βιβλία. Προσφάτως, ὁ ἀρχιτέκτονας καὶ ἐρευνητὴς Χάρης Σκαρλακίδης, μετὰ ἀπὸ ἐνδελεχὴ ἔρευνα σὲ πολλὲς βιβλιοθῆκες τοῦ κόσμου, ἐξέδωσε ἕνα πολὺ ἐνδιαφέρον βιβλίο μὲ τὸν τίτλο: “Ἅγιον Φῶς – Τὸ θαῦμα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου στὸν Τάφο τοῦ Χριστοῦ”. Πρόκειται γιὰ μιὰ σοβαρὴ ἱστορικὴ μελέτη περὶ τοῦ Ἁγίου Φωτός, ποὺ καταγράφει σαράντα πέντε ἱστορικὲς μαρτυρίες, οἱ ὁποῖες καλύπτουν τὴν περίοδο ὀκτὼ αἰώνων· ἀπὸ τὸν 9ο μ.Χ. αἰώνα, ὁπόταν καταγράφονται οἱ πρῶτες σαφεῖς ἱστορικὲς μαρτυρίες περὶ τοῦ Ἁγίου Φωτός, μέχρι καὶ τὸν 16ο μ.Χ. αἰώνα. “Ὅλες αὐτὲς οἱ μαρτυρίες”, ὅπως σημειώνει ὁ συγγραφέας, “μὲ ἐντυπωσιακὰ ὁμόφωνο τρόπο, κάνουν λόγο γιὰ ἕνα φῶς ἢ γιὰ ἕνα πῦρ ποὺ κατέρχεται θαυματουργικὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἐνώπιον τοῦ πλήθους καὶ ἀνάβει τὴν κανδήλα τοῦ ἐλαίου μέσα στὸν ἄδειο Τάφο τοῦ Χριστοῦ” (σ. 11).
Θὰ προσπαθήσουμε νὰ συνοψίσουμε τὰ πιὸ ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα ποὺ ἀναδεικνύει ἡ ἔρευνα αὐτή, κάνοντας καὶ μιὰ σύντομη ἀναφορὰ σὲ συγκεκριμένα σημαντικὰ ἱστορικὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα θὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ σχηματίσουμε μιὰ πιὸ ὁλοκληρωμένη εἰκόνα γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ Ἁγίου Φωτός.
Ἡ ἱστορία τοῦ Ἁγίου Φωτὸς ξεκινᾶ ἀπὸ τὴ μέρα ποὺ ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἀνέστη τριήμερος ἐκ τάφου. Γιατὶ τότε, κατὰ τὴν ὥρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου, ἐμφανίστηκε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ Ἅγιον Φῶς. Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Ἰωάννης πῆγαν στὸ μνῆμα τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ ἐξακριβώσουν ἂν ἔλειπε ὄντως τὸ Σῶμα τοῦ Διδασκάλου τους (βλ. Ἰωάν. κ. 1-8), τὸ κατόρθωσαν παρόλο ποὺ ἦταν σκοτάδι, ἐπειδὴ ὁ Τάφος εἶχε πλημμυρίσει ἀπὸ Φῶς. “Ὅσοι ἦταν μὲ τὸν Πέτρο εἶδαν καὶ ἐπίστευσαν …, διότι ὁ Τάφος ἦταν πλήρης ἀπὸ Φῶς, ὥστε ἂν καὶ ἦταν νύχτα, εἶδαν τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ Τάφου μὲ δύο τρόπους, καὶ μὲ τὶς αἰσθήσεις καὶ πνευματικῶς” (Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης).
Τὸ Φῶς αὐτὸ δὲν ἦταν ἄλλο ἀπὸ τὸ Ἄκτιστο Φῶς τοῦ Ἀκτίστου Τριαδικοῦ Θεοῦ, τὸ ἴδιο μὲ τὸ Ἄκτιστο Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως, τὸ ἴδιο μὲ τὸ Ἄκτιστο Φῶς ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν οἱ θεόπτες Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας στὸ διάβα τῶν αἰώνων. Αὐτὸ τὸ Φῶς ἐμφανίζεται κάθε χρόνο μέχρι καὶ σήμερα κατὰ τὴ διάρκεια τῆς τελετῆς τοῦ Μεγάλου Σαββάτου στὸν Τάφο τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα. Τὴν παράδοση αὐτὴ τῆς κατ’ ἔτος ἐμφανίσεως τοῦ Ἁγίου Φωτὸς καταγράφει κατὰ τὸν 10ο μ.Χ. αἰώνα ὁ ῞Ελληνας κληρικὸς Νικήτας στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Πορφυρογέννητο. Ἐκεῖ σημειώνει, ὅτι τὸ Ἅγιον Φῶς ἄρχισε νὰ ἐμφανίζεται ἀμέσως μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ κάθε Μεγάλο Σάββατο χωρὶς διακοπή.
Εἶναι αὐτονόητο ὅτι στοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες τῶν διωγμῶν δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν ὁποιεσδήποτε ἱστορικὲς μαρτυρίες περὶ τοῦ Ἁγίου Φωτὸς καὶ περὶ τοῦ τρόπου ἐμφανίσεώς του. Ἔτσι, ἡ πρώτη ἱστορικὴ μαρτυρία συνδέεται μὲ τὸν τέταρτο αἰώνα, τὸν χρυσὸ αἰώνα τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ ἀκολούθησε ἀμέσως μετὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν. Ὁ Ἀρμένιος Ἱστορικὸς Κιρακὸς Γκαντζάκετσι (1201-1271 μ.Χ.) ἀναφέρει ὅτι τὸ Ἅγιον Φῶς ἄρχισε νὰ ἐμφανίζεται κατὰ τὴν περίοδο κατασκευῆς τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως (326-336 μ.Χ.). Μάλιστα ἀναφέρεται συγκεκριμένα στὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Φωτιστὴ τῆς Ἀρμενίας (257-331 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος περὶ τὸ 330 μ.Χ. βίωσε πρῶτος τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου Φωτός. Τοποθέτησε μιὰ κανδήλα πάνω στὸν Ἅγιο Τάφο, ἡ ὁποία ἀνεφλέγη θαυματουργικά, μετὰ ἀπὸ παράκληση τοῦ Ἁγίου πρὸς τὸν Θεό.
Κάθε χρόνο, λοιπόν, κατὰ τὸ Μέγα Σάββατο, τὸ Ἅγιον Φῶς πηγάζει ἀπὸ τὸν Τάφο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀναφλέγει τὴν ἀποκαλούμενη “ἀκοίμητη” κανδήλα στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ Τάφου, ἐνῶ ταυτοχρόνως γαλαζόλευκες ἐκλάμψεις τοῦ Ἁγίου Φωτὸς διαχέονται μέσα στὸν Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως, φωτίζοντας τὸν χῶρο καὶ ἀναφλέγοντας κάποιες ἀπὸ τὶς κανδῆλες καὶ κάποιες ἀπὸ τὶς λαμπάδες τῶν πιστῶν. Ὅπως ἐπεξηγεῖ ὁ Ὁμότιμος Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, ἡ αἰτία τῆς ἀναφλέξεως τῆς “ἀκοίμητης” κανδήλας καὶ τῶν κεριῶν τοῦ Πατριάρχη εἶναι τὸ Ἄκτιστο Φῶς, ἡ φλόγα ὅμως ποὺ ἀνάβει στὰ κεριά του καὶ ποὺ μεταδίδεται στοὺς πιστοὺς εἶναι κτιστὸ φῶς. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ φλόγα αὐτὴ ἔχει στὴν ἀρχὴ τὴν χάρη τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, γι’ αὐτὸ γιὰ κάποια δευτερόλεπτα ἢ κάποια λεπτὰ δὲν καίει καὶ δὲν προκαλεῖ ἐγκαύματα, ὅπως μποροῦν νὰ διαβεβαιώσουν ὅλοι ὅσοι ὑπῆρξαν μάρτυρες αὐτοῦ τοῦ γεγονότος. Λίγα δευτερόλεπτα ἢ λίγα λεπτὰ ἀργότερα μετατρέπεται σὲ κανονικὴ φλόγα, ἡ ὁποία καίει. Τὸ συγκεκριμένο αὐτὸ δεδομένο μαρτυρεῖται ἤδη ἀπὸ τὸν 10ο αἰ. μ.Χ. καὶ μάλιστα ἀπὸ ἕναν Μουσουλμάνο: τὸν Ἄραβα νομομαθὴ Ibn al Qass.
Προκύπτει ὅμως τὸ ἐρώτημα: Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ βλέπουν τὸ Ἅγιον Φῶς ἄνθρωποι ἀτελεῖς στὴν πίστη ἢ καὶ ἄπιστοι, ἐφόσον τὸ Ἅγιον Φῶς εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ Ἀκτίστου Φωτός. Τὴν ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα μᾶς δίδει ὁ Ὁμότιμος Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης: “Τὸ Ἄκτιστον Φῶς ὁρᾶται βεβαίως κατ’ ἐξοχὴν ἀπὸ τοὺς τελείους, ἐπιτρέπει ὅμως ὁ Θεὸς μερικὴ ἐποπτία καὶ σὲ μὴ τελείους, ἀκόμη καὶ σὲ ἀπίστους, προκειμένου νὰ ὁδηγηθοῦν στὴ σωτηρία”.
Τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου Φωτὸς – προτοῦ ἐξέλθει ὁ Πατριάρχης τοῦ Κουβουκλίου τοῦ Παναγίου Τάφου - δὲν γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ ὅλους τοὺς παρευρισκομένους, ἀλλὰ ἀπὸ λίγους μόνο, καὶ μάλιστα ὄχι ἀπὸ ὅλους μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Ὁ καθένας τὸ βλέπει μὲ διαφορετικὸ τρόπο. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς Πατριάρχες ποὺ εἰσέρχονται στὸν Πανάγιο Τάφο, οἱ ὁποῖοι βιώνουν τὸ θαῦμα μὲ διαφορετικὸ τρόπο ὁ καθένας. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ σχετικὴ μαρτυρία τοῦ Πατριάρχη Δαμιανοῦ Α’ (1897-1931 μ.Χ.): Ὅταν δὲν ἦταν κατάλληλα προετοιμασμένος, ἥρεμος καὶ ἀφοσιωμένος, εἰσερχόμενος στὸν Πανάγιο Τάφο ἔβλεπε τὴν κανδήλα ἤδη ἀναμμένη καὶ δὲν βίωνε τὸ θαῦμα. Ὅταν ὅμως εἶχε ἥρεμη τὴ συνείδησή του καὶ τίποτε δὲν τὸν ἀπασχολοῦσε, ἔνοιωθε μιὰ ἀνεξήγητη χαρά. Μόλις εἰσερχόταν ἐντὸς τοῦ Παναγίου Τάφου καὶ ἄρχιζε νὰ διαβάζει ἀπὸ τὴν ἁγία φυλλάδα ἄναβε καὶ ἡ ἁγία κανδήλα καὶ τὰ κεριά.
Ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς μαρτυρίες, ποὺ καταγράφει στὸ βιβλίο του ὁ Χάρης Σκαρλακίδης, γίνεται ὁλοφάνερο ὅτι γιὰ ἕξι ὁλόκληρους αἰῶνες, ἀπὸ τὸν 9ο μέχρι καὶ τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ., τὴν ὥρα ποὺ ἐμφανιζόταν τὸ Ἅγιον Φῶς κανεὶς δὲν ὑπῆρχε μέσα στὸν Πανάγιο Τάφο. Ἡ εἴσοδος τοῦ Παναγίου Τάφου σφραγιζόταν μὲ μελισσοκέρι (εἰς ἀνάμνησιν τῆς σφραγίσεως τοῦ Τάφου ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους στρατιῶτες) καὶ ὁ Ἕλληνας Πατριάρχης παρέμενε ἐκτὸς τοῦ μνημείου, ἀπ’ ὅπου ἀπηύθηνε τὶς καθιερωμένες ἐπικλήσεις ἐνώπιον ὅλων τῶν πιστῶν. Ὅταν κατερχόταν τὸ Ἅγιον Φῶς ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἄναβε ἡ “ἀκοίμητη” κανδήλα καὶ φωτιζόταν τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ Τάφου, ἐνῶ ὁ Ναὸς γέμιζε μὲ γαλαζόλευκες ἐκλάμψεις. Στὶς πόρτες τοῦ Παναγίου Τάφου ὑπῆρχαν γρίλιες ἢ μεταλλικὰ κιγκλιδώματα, ποὺ ἐπέτρεπαν τὴν ἄμεση ὀπτικὴ ἐπαφὴ μὲ τὴν “ἀκοίμητη” κανδήλα. Τότε ὁ Μουσουλμάνος διοικητὴς τῶν Ἱεροσολύμων ξεκλείδωνε τὸν Τάφο γιὰ νὰ εἰσέλθει ὁ Πατριάρχης, ὁ ὁποῖος ἄναβε τὶς λαμπάδες του ἀπὸ τὴν κανδήλα καὶ ἐξερχόμενος μεταλαμπάδευε τὸ Φῶς στοὺς πιστούς. Τὸ τελετουργικὸ αὐτό, ὅπως καθίσταται σαφές, δὲν ἄφηνε κανένα περιθώριο γιὰ ἀμφισβητήσεις καὶ γιὰ ἀμφιβολίες.
Περὶ τὸ 1480 μ.Χ. ἡ τελετουργία ἀλλάζει καὶ ἀκολουθεῖται ἔκτοτε τὸ τυπικὸ τῆς τελετῆς τοῦ Ἁγίου Φωτός, ὅπως ἀκριβῶς καὶ στὶς μέρες μας. Ἡ ἐπίκληση γίνεται πλέον ἀπὸ τὸν Ἑλληνορθόδοξο Πατριάρχη τῶν Ἱεροσολύμων στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ μνημείου, ἐνῶ στὸν προθάλαμο τοῦ Κουβουκλίου παρευρίσκεται ὡς μοναδικὸς μάρτυρας ἐκπρόσωπος τῶν Ἀρμενίων, σύμφωνα μὲ τὰ προνόμια. Βεβαίως, ἡ οὐσία τοῦ θαυματος τοῦ Ἁγίου Φωτὸς δὲν μπορεῖ νὰ μεταβληθεῖ ἀπὸ τὴν παρουσία ἢ μὴ τοῦ Πατριάρχη μέσα στὸν Τάφο, διότι, ὅπως ἔχει ἤδη λεχθεῖ, τὸ θαῦμα δὲν περιορίζεται στὴν ἀνάφλεξη τῆς “ἀκοίμητης” κανδήλας ἢ τῶν κεριῶν τοῦ Πατριάρχη.
Τὸ πρωί, λοιπόν, τοῦ Μεγάλου Σαββάτου σβήνουν ὅλες οἱ κανδῆλες στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως καὶ ὁ Τάφος τοῦ Χριστοῦ ἐλέγχεται σχολαστικά, προκειμένου νὰ διαπιστωθεῖ ὅτι δὲν ὑπάρχει ὁ,τιδήποτε ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ προκαλέσει φωτιά. Στὴ συνέχεια οἱ πόρτες τοῦ Παναγίου Τάφου κλείνουν καὶ σφραγίζονται, ὅπως γινόταν ἀνέκαθεν, μὲ μελισσοκέρι. Στὶς 12 τὸ μεσημέρι εἰσέρχεται στὸν Ναὸ ὁ Ἑλληνορθόδοξος Πατριάρχης. Στὸ Ἱερὸ Βῆμα τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, σύμφωνα μὲ τὰ προνόμια, οἱ ἐκπρόσωποι τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν (Ἀρμένιοι, Κόπτες κ.ἄ.) ἀσπάζονται τὸ χέρι τοῦ Ἑλληνορθοδόξου Πατριάρχη. Ἂν δὲν τὸ πράξουν δὲν τοὺς ἐπιτρέπεται νὰ λάβουν τὸ Ἅγιον Φῶς. Ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Βῆμα, προεξάρχοντος τοῦ Πατριάρχου καὶ φέροντος ἅπασαν τὴν ἀρχιερατική του ἀμφίεση, ξεκινᾶ λιτανευτικὴ πομπὴ μὲ κατεύθυνση τὸ Ἱερὸ Κουβούκλιο, ὅπου γίνεται ἱερὴ λιτανεία τρεῖς φορὲς γύρω ἀπὸ αὐτό. Μετὰ τὴ λιτανεία ἀποσφραγίζεται ὁ Τάφος καὶ ὁ Σκευοφύλακας μεταφέρει στὸν ἐσωτερικὸ θάλαμο τοῦ Κουβουκλίου τὴ σβησμένη “ἀκοίμητη” κανδήλα. Ἀκολούθως, ὁ Πατριάρχης ἀπεκδύεται τὰ λαμπρά του ἄμφια καὶ παραμένει - εἰς ἔνδειξιν ταπεινώσεως - μόνο μὲ ἕνα λευκὸ στιχάριο (μαζὶ βεβαίως μὲ τὸ ἐπιτραχήλιο, τὴ ζώνη καὶ τὰ ἐπιμάνικα) καὶ ἀσκεπής. Ἀμέσως μετά, ὁ Διοικητὴς τῶν Ἱεροσολύμων μαζὶ μὲ τὸν Ἀστυνομικὸ Διευθυντὴ ἐλέγχουν ἐξονυχιστικὰ τὸν Πατριάρχη ἐνώπιον ὅλων, ὥστε νὰ διαπιστωθεῖ ὅτι δὲν ἔχει κάτι μαζί του ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀνάψει τὴν ἱερὴ κανδήλα ἢ τὰ κεριά του. Ἀφοῦ γίνει ἡ διαδικασία αὐτή, ὁ Πατριάρχης λαμβάνει τέσσερεις δεσμίδες μὲ 33 κεριὰ ἡ καθεμιὰ (τὶς δύο ἐξ αὐτῶν λαμβάνουν οἱ ἄλλες Χριστιανικὲς Ὁμολογίες γιὰ νὰ μεταδώσουν τὸ Ἅγιον Φῶς στὸ ποίμνιό τους) καὶ εἰσέρχεται στὸν Πανάγιο Τάφο, ὅπου διαβάζει γονατιστὸς τὴν εἰδικὴ εὐχὴ καὶ παρακαλεῖ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ προσφέρει τὸ Ἅγιον Φῶς ὡς δῶρο εὐλογίας καὶ ἁγιασμοῦ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Μὲ τὴν ἀνάγνωση τῆς εὐχῆς, τὸ Ἅγιον Φῶς ἐμφανίζεται καὶ διαχέεται, ὅπως προαναφέραμε, μέσα στὸν Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως, ἐνῶ συγχρόνως ἀνάβει ἡ “ἀκοίμητη” κανδήλα στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ Τάφου καὶ τὰ κεριὰ τοῦ Πατριάρχη. Ἡ τελετὴ ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν ἔξοδο τοῦ Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος μεταλαμπαδεύει στοὺς πιστοὺς τὴν ἱερὴ φλόγα.
Ἀπὸ τὰ πολλὰ ἱστορικὰ γεγονότα ποὺ συνδέονται μὲ τὴν τελετὴ τοῦ Ἁγίου Φωτὸς κατὰ τὸ Μέγα Σάββατο στὸν Τάφο τοῦ Κυρίου μας στὰ Ἱεροσόλυμα, θὰ ἀναφέρουμε στὴ συνέχεια ἐν συντομίᾳ τὰ σημαντικότερα:
Στὶς 7 Ἀπριλίου τοῦ 947 μ.Χ. ὁ Μουσουλμάνος Ἐμίρης ἀντικατέστησε τὸ φιτίλι τῆς ἀκοίμητης κανδήλας μὲ σιδερένιο φιτίλι μὲ σκοπὸ νὰ ἐμποδίσει τὸ θαῦμα. Παρὰ ταῦτα ὅμως ἡ κανδήλα ἄναψε καὶ πάλι θαυματουργικά. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ παραθέτει ὄχι μόνο ὁ Ἕλληνας κληρικὸς Νικήτας στὴν προαναφερθεῖσα ἐπιστολή του πρὸς τὸν Αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Πορφυρογέννητο, ἀλλὰ καὶ ὁ Πέρσης πανεπιστήμονας Αl-Βiruni, καθὼς καὶ ὁ Γάλλος χρονογράφος Γκιμπὲρ (Guibert de Nogent).
Στὶς 28 Σεπτεμβρίου τοῦ 1009 μ.Χ. ὁ Χαλίφης τῆς Αἰγύπτου Αl-Hakim κατέστρεψε ὁλοκληρωτικὰ τὸν Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως, καθὼς καὶ τὸ Κουβούκλιο τοῦ Παναγίου Τάφου, μὲ σκοπὸ νὰ θέσει τέρμα στὸ θαῦμα τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Φωτὸς καὶ στὴν τεράστια ἐπίδραση ποὺ εἶχε τὸ θαῦμα αὐτὸ ἀνάμεσα στὸν μουσουλμανικὸ κόσμο. Οἱ Μουσουλμάνοι ὄχι ἁπλῶς ἀποδέχονταν τὴν αὐθεντικότητα τοῦ θαύματος, ἀλλὰ μετέφεραν τὸ Ἅγιον Φῶς μὲ εὐλάβεια στὰ τζαμιὰ καὶ στὶς κατοικίες τους καὶ τὸ διατηροῦσαν ἄσβεστο καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ ἔτους. Παρὰ ταῦτα ἡ τελετὴ τοῦ Ἁγίου Φωτὸς συνεχίστηκε καὶ τὰ ἑπόμενα χρόνια σὲ ὑπαίθριο χῶρο ἀνάμεσα στὰ ἐρείπια καὶ ὑπὸ τὴν ἀπειλὴ ὅτι οἱ παρευρισκόμενοι Χριστιανοὶ θὰ θανατώνονταν ἂν τὸ θαῦμα δὲν ἐπραγματοποιεῖτο. Διασώζεται σχετικὴ μαρτυρία τοῦ Γάλλου μοναχοῦ καὶ χρονογράφου Ριχάρδου Εὐλογημένου, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἦταν παρὼν στὴν τελετὴ τοῦ Ἁγίου Φωτὸς τὸ ἔτος 1027 μ.Χ., ἕξι μόλις χρόνια ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Αl-Hakim.
Τὸ ἔτος 1099 μ.Χ. ἔγινε κατάληψη τῶν Ἱεροσολύμων ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Α’ Σταυροφορίας, τὴν ὁποία κήρυξε ὁ Πάπας Οὐρβανὸς Β’ τὸ ἔτος 1095 μ.Χ. Ἕνα χρόνο μετὰ (1100 μ.Χ.) ὁ Λατῖνος Πατριάρχης Δαϊμβέρτος τέθηκε ἐπικεφαλῆς τῆς τελετῆς τοῦ Ἁγίου Φωτός. Ἂν καὶ ἡ τελετὴ ἔγινε μὲ τὸν προβλεπόμενο τρόπο, οἱ ἐπικλήσεις τοῦ Λατίνου Πατριάρχη δὲν ἔφεραν ἀποτέλεσμα. Οἱ ἐπικλήσεις ἐπαναλήφθηκαν ἀρκετὲς φορὲς χωρὶς καὶ πάλι τὸ ἐπιθυμητὸ ἀποτέλεσμα. Τότε οἱ Λατίνοι κληρικοὶ ἀντιλήφθηκαν ὅτι οἱ ἐνέργειές τους δὲν ἐπιδοκιμάζονταν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ γι’ αὐτὸ διέταξαν τοὺς Σταυροφόρους νὰ ἐξομολογηθοῦν τὰ ἁμαρτήματά τους καὶ πρωτίστως τὶς σφαγὲς ποὺ διέπραξαν κατὰ τὴν κατάληψη τῆς Ἱεροουσαλήμ. Μετὰ ἀπὸ τὴ μακρὰ αὐτὴ διαδικασία τὸ Ἅγιον Φῶς ἐμφανίστηκε, ὅταν ἄρχισε πλέον νὰ νυχτώνει.
Τὸ ἑπόμενο Μεγάλο Σάββατο (1101 μ.Χ.), ὡστόσο, τὸ Ἅγιον Φῶς γιὰ πρώτη φορὰ δὲν ἐμφανίστηκε καθόλου. Οἱ Λατῖνοι ἀναγκάστηκαν ν’ ἀποχωρήσουν ἄπρακτοι καὶ τότε ἀνέλαβαν οἱ Ἕλληνες ἱερεῖς μαζὶ μὲ τοὺς Σύρους Ὀρθοδόξους. Τὸ Ἅγιον Φῶς ἐμφανίστηκε τὴν ἑπομένη ἡμέρα, Κυριακὴ τοῦ Πάσχα (21 Ἀπριλίου). Τὸ συγκεκριμένο ἱστορικὸ γεγονὸς καταγράφεται ἀπὸ ὀκτὼ χρονογράφους (τέσσερεις Γάλλους, ἕναν Γερμανό, ἕναν Ἄγγλο, ἕναν Ἰταλὸ καὶ ἕναν Ἀρμένιο), κάτι ποὺ ἀποδεικνύει ὄχι μόνο τὴν ἀλήθειά του, ἀλλὰ καὶ τὴ μεγάλη αἴσθηση ποὺ προκάλεσε. Ἐξελήφθη δὲ ὡς θεϊκὴ ἐπιδοκιμασία πρὸς τὴν Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ὡς ἀποδοκιμασία πρὸς τὸ νέο καθεστὼς ποὺ εἶχαν ἐπιβάλει οἱ Σταυροφόροι. Ἦταν ἡ δεύτερη καὶ τελευταία φορὰ ποὺ ἕνας Λατῖνος Πατριάρχης θέλησε νὰ τεθεῖ ἐπικεφαλῆς τῆς τελετῆς τοῦ Ἁγίου Φωτός. Λίγους μῆνες ἀργότερα ὁ Βασιλιὰς Βαλδουΐνος Α’ ἔπαυσε καὶ ἐξόρισε τὸν Δαϊμβέρτο ἀπὸ τὴν πόλη. Στὶς τελετὲς τοῦ Ἁγίου Φωτὸς ὅρισε ἐπικεφαλῆς Ἕλληνα ἀρχιερέα (τὸν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγ. Σάββα, ποὺ ἀντικαθιστοῦσε τὸν ἐξόριστο Ἕλληνα Πατριάρχη). Ἂς σημειωθεῖ ἐν προκειμένῳ ὅτι ἡ γυναίκα τοῦ Βασιλιᾶ Βαλδουΐνου Α’ ἦταν Ἀρμένισσα μὲν στὴν καταγωγή, Ὀρθόδοξη ὅμως στὴν πίστη.
Τὸ ἔτος 1187 μ.Χ. ὁ μουσουλμανικὸς στρατὸς ὑπὸ τὸν Σαλαντὶν εἰσήλθε στὴν Ἱερουσαλὴμ μετὰ ἀπὸ 88 χρόνια κατοχῆς τῆς πόλης ἀπὸ τοὺς Φράγκους. Μὲ ἐπίσημο διάταγμα τοῦ Σαλαντίν, ἡ κατοχὴ τοῦ Παναγίου Τάφου καὶ τοῦ Γολγοθᾶ ἀπεδόθη καὶ πάλι στοὺς Ἕλληνες. Ὁ Πατριάρχης τῶν Ρωμαίων (Ἑλλήνων), σύμφωνα μὲ τὸ διάταγμα, θὰ λαμβάνει τὸ Ἅγιον Φῶς. Ὁρίζεται ἐπίσης στὸ ἴδιο διάταγμα: “ὁ Ναὸς (τῆς Ἀναστάσεως) νὰ μείνει εἰς τὸ ἑξῆς ἀπείρακτος καὶ κανεὶς ἀπὸ τοὺς μουσουλμάνους νὰ μὴν τολμήσει νὰ τὸν μετατρέψει σὲ τζαμί, οἱ δὲ Ναζωραῖοι (Χριστιανοὶ) νὰ εἰσέρχονται ἀνεμπόδιστα σὲ αὐτόν”.
Τὸ ἔτος 1192 μ.Χ. ὁ Σαλαντὶν ἦταν παρὼν κατὰ τὴν τελετὴ τοῦ Ἁγίου Φωτὸς τὸ Μεγάλο Σάββατο. Τὸ Ἅγιον Φῶς κατῆλθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἐνώπιον τῶν ἔκπληκτων Μουσουλμάνων. Ὁ Σαλαντὶν ὑπψιαζόμενος ὅτι πρόκειται γιὰ τέχνασμα τῶν Χριστιανῶν διέταξε τρεῖς φορὲς νὰ σβηστεῖ ἡ κανδήλα. Κάθε φορὰ ποὺ τὴν ἔσβηναν, αὐτὴ ἀνεφλέγετο ἀμέσως καὶ πάλιν. Ὁ Σαλαντὶν τότε ἀνεγνώρισε ὅτι αὐτὸ ποὺ συμβαίνει στὸν Πανάγιο Τάφο εἶναι ἀποτέλεσμα θεϊκῆς ἐπενεργείας. Δύο διαφορετικὲς πηγὲς καταγράφουν τὸ γεγονὸς αὐτὸ μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο: τὸ Χρονικὸ τοῦ Ὁδοιπορικοῦ τοῦ Ἄγγλου ἡγουμένου Ριχάρδου καὶ ἡ Ἱστορία τοῦ Ἱεροῦ Πολέμου τοῦ Γάλλου Ἀμβροσίου.
Τὸ ἔτος 1238 μ.Χ. ὁ Πάπας Γρηγόριος Θ’ ἀπαγόρευσε τὴ συμμετοχὴ τῶν Λατίνων κληρικῶν καὶ πιστῶν στὴν τελετὴ τοῦ Ἁγίου Φωτός, θεωρώντας ὅτι πρόκειται γιὰ ψέμα. Κι αὐτὸ παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι μέχρι τότε πάρα πολλοὶ Λατῖνοι πιστοὶ ὑπῆρξαν μάρτυρες τοῦ θαύματος, ἐνῶ ἐκπρόσωποι τῆς Ρώμης συμμετεῖχαν στὴν τελετὴ μὲ κάθε ἐπισημότητα. Μάλιστα ὁ Πάπας Οὐρβανὸς Β’, ὁ ὁποῖος σήμερα τιμᾶται ὡς ἅγιος καὶ μακάριος ἀπὸ τοὺς Παπικούς, διεκήρυξε δημοσίως τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν ἐγκυρότητα τοῦ θαύματος τοῦ Ἁγίου Φωτὸς στὸν περίφημο λόγο του στὴ Σύνοδο τῆς Κλερμὸν στὴ Γαλλία τὸ 1095 μ.Χ., μὲ τὸν ὁποῖον κήρυξε ἐπισήμως τὴν ἔναρξη τῆς Α’ Σταυροφορίας. Ἐρωτοῦσε σ’ αὐτόν του τὸν λόγο ἐνώπιον τοῦ συγκεντρωμένου πλήθους: “Ποίου ἡ καρδιὰ εἶναι τόσο πέτρινη, ἀδέλφια, ποὺ νὰ μὴν τὸν ἀγγίζει ἕνα τόσο μεγάλο θαῦμα;”
Τὸ πιὸ γνωστό, βεβαίως, στοὺς πολλοὺς ἱστορικὸ γεγονὸς εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἔλαβε χώρα τὸ Μεγάλο Σάββατο τοῦ 1579 μ.Χ. Κατὰ τὴ χρονιὰ ἐκείνη οἱ Τοῦρκοι κυβερνῆτες ἀπαγόρευσαν στὸν Ἕλληνα Πατριάρχη καὶ στοὺς Ὀρθοδόξους πιστοὺς νὰ εἰσέλθουν στὸν Ναὸ τῆς ᾽Αναστάσεως γιὰ τὴν τελετὴ τοῦ Ἁγίου Φωτὸς κατόπιν μεσολαβήσεως τῶν Ἀρμενίων. Οἱ πιστοὶ παρέμειναν στὸ προαύλιο τοῦ Ναοῦ. Ὁ Πατριάρχης στεκόταν προσευχόμενος στὸ ἀριστερὸ μέρος τῆς πύλης τοῦ Ναοῦ πλησίον ἑνὸς κίονα. Ὁ κίονας ἐκεῖνος διερράγη θαυματουργικὰ καὶ τὸ Ἅγιον Φῶς ξεπήδησε ἀπὸ τὸ ἐσωτερικό του. Ἕνας Ἄραβας Ἐμίρης, ὀνόματι Τουνόμ, βλέποντας τὸ θαῦμα ὁμολόγησε πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ἀμέσως διατάχθηκε ἡ ἐκτέλεσή του, ἐνῶ τὸ σῶμα του παραδόθηκε στὴν πυρά. Ὁ συγκεκριμένος κίονας παραμένει μέχρι τὶς μέρες μας ἀδιάψευστος μάρτυρας αὐτοῦ τοῦ ἱστορικοῦ γεγονότος καὶ ἐπιδεικνύεται σὲ ὅλους τοὺς ἐπισκέπτες τοῦ Παναγίου Τάφου. Μάλιστα δύο κορυφαῖοι ἐπιστήμονες (ὁ Ρώσος Καθηγητὴς Ἐβγκένι Μιχαήλοβιτς Μορίζοφ καὶ ὁ Ἕλληνας Καθηγητὴς τοῦ Ἐθνικοῦ Μετσοβίου Πολυτεχνίου Γεώργιος Παπαδόπουλος) βεβαιώνουν ὅτι ἡ ρωγμὴ στὸν συγκεκριμένο κίονα εἶναι ἀποτέλεσμα ἠλεκτρικῆς ἐκκενώσεως, ἡ ὁποία εἶναι ἀνεξήγητη, ἄρα ὀφείλεται σὲ θαῦμα.
Καὶ κάτι τελευταῖο, ποὺ ἔχει τὴν ἰδιαίτερη σημασία του γιὰ ὅσους ζητοῦν ἁπτὲς καὶ δὴ ἐπιστημονικὲς ἀποδείξεις. Τὸ Μεγάλο Σάββατο τοῦ 2008 μ.Χ. μετέβη στὸν Πανάγιο Τάφο ὁ Ρῶσος φυσικὸς Δρ. Ἀντρέϊ Βολκόβ, τοῦ Ἐθνικοῦ Κέντρου Ἐρευνῶν τῆς Ρωσίας “Ἰνστιτοῦτο Κουρτσιάτοβ”, γιὰ νὰ διερευνήσει ἐπιστημονικὰ τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου Φωτός (γιὰ τὶς ἀνάγκες ἑνὸς ντοκιμαντὲρ ἀφιερωμένου στὸν ρόλο τῶν θαυμάτων στὴ θρησκεία). Χρησιμοποιώντας ἕνα ψηφιακὸ ὀσιλοσκόπιο συνδεδεμένο μὲ ἕνα laptop κατέγραψε κοντὰ στὸν Πανάγιο Τάφο τὸ φάσμα τῆς ἠλεκτρομαγνητικῆς ἀκτινοβολίας σὲ συγκεκριμένες συχνότητες. Λίγο πρὶν τὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου Φωτὸς ἔλαβαν χώρα καὶ καταγράφηκαν τρία ἀπίστευτα καὶ πλήρως ἀνεξήγητα γεγονότα:
Α) Ἐμφανίστηκε ἀδικαιολόγητα τὸ φαινόμενο πλάσματος, ποὺ ἀπὸ μόνο του εἶναι ἕνα θαῦμα, ἀφοῦ στὸν Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως δὲν ὑπάρχουν οἱ παραμικρὲς συνθῆκες γιὰ τὴ δημιουργία του.
Β) Καταγράφηκε ἀδικαιολόγητη καὶ ἀνεξήγητη ἠλεκτρικὴ φόρτιση τοῦ ἀέρα σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἐξακρίβωση μεγάλης διαφορᾶς ἠλεκτρικοῦ δυναμικοῦ.
Γ) Τὴν ὥρα τῆς ἐμφάνισης τοῦ Ἁγίου Φωτὸς καταγράφηκε ἠλεκτρικὴ ἐκκένωση.
Τὰ ἀποτελέσματα τῶν μετρήσεών του, σύμφωνα μὲ τὸν ἴδιο, ἀποτελοῦν “μία ἐπιβεβαίωση τῆς θαυματουργικῆς φύσης τοῦ φαινομένου”.
Ὕστερα ἀπὸ τὴν παράθεση πατερικῶν θέσεων, τόσων ἱστορικῶν μαρτυριῶν καὶ ἐπιστημονικῶν ἀποδείξεων, ὅπως αὐτὰ ἔχουν καταγραφεῖ στὸ βιβλίο τοῦ κ. Σκαρλακίδη, ἔγινε σαφὲς ὅτι τὸ Ἅγιον Φῶς ἀποτελεῖ ὄντως ἕνα διαρκὲς θαῦμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχει τὶς ἀπαρχές του στὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. ᾽Αποτελεῖ, ἐπίσης, μία πιστοποίηση τῆς ὀρθότητας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν σχέσει πρὸς τὶς ἄλλες Χριστιανικὲς Ὁμολογίες. Ἐκεῖνο ποὺ ἀπομένει, εἶναι ἡ δική μας καλὴ διάθεση. Ἐξάλλου, ὁ Κύριος ποτὲ δὲν ἐξαναγκάζει κανένα νὰ Τὸν πιστέψει καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθήσει διὰ τῆς βίας.
(Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου “Παρέμβαση Ἐκκλησιαστική. Ὀρθόδοξο Πνευματικό Ἔντυπο”, τεῦχος 23 (2013), σ. 85-93)