π. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΣΚΡΕΤΤΑ: ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ

ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ
ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΚΑΙ ΙΕΡΑΝ ΣΥΝΟΔΟΝ

ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Β´.

Τοῦ ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα

Ἐπικ. Καθηγητοῦ
τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Ἡ προηγηθεῖσα στιβαρὴ καὶ πυκνὴ καταγραφὴ τοῦ λογιωτάτου καὶ σοφοῦ καὶ σεβαστοῦ μας π. Γεωργίου ἔθεσε τὶς θεολογικές, τὶς ἱστορικὲς καὶ τὶς ἐκκλησιολογικὲς βάσεις καὶ τὰ θεμέλια περὶ τοῦ ἱερωτάτου μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας. Ἡ σύναξη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ συνεχὴς εὐχαριστιακὴ βίωση καὶ μετοχή του ἀποτελοῦν τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἀλλὰ ταυτοχρόνως τὸν γνήσιο καὶ ἀπλανὴ δρόμο τῆς ὑπαρκτικῆς θεουργίας τοῦ ἀγωνιζομένου ἀνθρώπου.

Διὰ πολλῶν τεκμηρίων ἡ πατερικὴ παράδοση καὶ διδασκαλία, ἀλλὰ καὶ ἐξιδιασμένα ὁ θεοφώτιστος κάλαμος τῶν ἡσυχαστῶν – φιλοκαλικῶν – Κολλυβάδων πατέρων, ἔθεσε τὶς πνευματικὲς προϋποθέσεις τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἁγιασμοῦ τῶν χριστιανῶν, ἀφ᾽ ἑνὸς στὴν ὅσο τὸ δυνατὸν γιὰ τὸν χοϊκὸ ἄνθρωπο ἀξιώτερη μετοχὴ καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου στὴν ὅσο τὸ δυνατὸν συχνότερη καὶ ἐνσυνείδητη προσέλευση.

 

1. Θεολογικὲς βάσεις τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας.

Τὴ θεολογικὴ διδασκαλία τῶν Κολλυβάδων περὶ τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας, πέρα ἀπὸ τὶς διάσπαρτες ἀναφορὲς στὸν ὄγκο τῶν κολλυβαδικῶν συγγραφῶν, ἀνιχνεύουμε σχεδὸν συστηματικὰ καταγραφόμενη α) στὸ Γ΄ κεφάλαιο τοῦ περὶ τῶν μυστηρίων μέρους τῆς Δογματικῆς τοῦ Ἀθανασίου Παρίου[1], β) στὸ εἰδικὸ κεφάλαιο τῆς Ὁμολογίας Πίστεως Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου[2], καὶ γ) στὴν Ἀντιρρητικὴ ἐπιστολὴ Ἀθανασίου τοῦ Παρίου[3].

Ἡ Ἐκκλησία «σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις»[4] καὶ διακρατεῖται σὲ ἀπλανὴ ἑνότητα ἐν τῇ εὐχαριστίᾳ. Ἡ συγκρότησή της καὶ ἡ φανέρωσή της ἑδράζεται στὴν ἀδιάκοπη μετοχὴ τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας. Ἐν Χριστῷ σύναξη καὶ ἐν Χριστῷ κοινωνία ὁλοκληρώνουν τὸ εὐχαριστιακὸ σῶμα τῆς Ὀρθοδοξίας σὲ ὅλους τοὺς τόπους καὶ τοὺς καιροὺς τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν. Ὁ ὅρος «εὐχαριστία» κατ’ ἐξοχὴν χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ δηλώσει τὸν καθαγιασμὸ τῶν εὐχαριστιακῶν δώρων, τὴν ἴδια τὴν προσφορὰ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, ὡς καθαγιασμένου ἀληθοῦς σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὴν ζωοποιὸ μετουσία τους[5]. Τελούμενο ἀδιαλείπτως ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, ὡς ἀνάμνηση τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν ἐντολή του[6], καὶ ἔχοντας ἐξιλαστικὴ δύναμη καὶ ἁγιαστικὴ χάρη, ἀποτέλεσε τὸ κέντρο τῆς ζωῆς καὶ τῆς λατρείας τῆς Ἐκκλησίας του[7]. Ὁ ναὸς τῶν χριστιανῶν εἶναι ὁ Κυριακὸς τόπος τοῦ εὐχαριστιακοῦ τρόπου μετοχῆς τους στὸ μυστικὸ δεῖπνο τῆς ἀθανασίας, στὸ πλαίσιο τῆς κοινῆς ὁμοθύμου συνάξεως καὶ λατρείας τῶν ἀναγεννημένων πνευματικὰ τέκνων τοῦ Θεοῦ[8].

Οἱ φιλοκαλικοὶ πατέρες εἶχαν πλήρη γνώση καὶ καλὴ ἐνημέρωση, γιὰ ὅλα τὰ ἀφορῶντα στὸ μυστήριο τῆς εὐχαριστίας ζητήματα, τὰ ὁποῖα ὡς αἱρέσεις, παρεκκλίσεις ἢ καινοτομίες παρεισέφρησαν στὴν ἀπλανὴ πορεία τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως καὶ στὴν περὶ τῶν μυστηρίων διδασκαλία τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας. Ἡ θέση τους λοιπὸν ἔναντι τῶν παραχαρακτικῶν αὐτῶν τολμημάτων ὑπῆρξε καὶ αὐστηρὴ καὶ καθαρή, στοιχοῦσα στὴν ἴδια τὴν ἐπίσημη ἀντιμετώπιση καὶ διευθέτησή τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία[9]. Εἶναι ἀξιοπαρατήρητο στὸ σημεῖο αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ τονισθεῖ ἡ σημασία ποὺ ἔχει ἡ λατρεία γιὰ τὴν πίστη. Μία παρέκκλιση στὴν ἐπιτέλεση τῆς λειτουργίας, ὡς πρὸς τὸν τρόπο προσφορᾶς τῶν εὐχαριστιακῶν δώρων (π.χ. ἄζυμη κυκλοτερὴς ὄστια, ἄκρατος οἶνος), γίνεται στὴν περίπτωσή μας ὑπόβαθρο κακοδοξίας. Πίστη καὶ λατρεία εὑρίσκονται σὲ σχέση ἀντιδόσεως. Ἡ ἀληθὴς θεολογία ζωογονεῖ καὶ περιφυλάσσει τὴν εὐάρεστη στὸν Θεὸ λατρεία, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπαραχάρακτη λειτουργικὴ βίωση καὶ μυστηριακὴ μυσταγωγία προσπηγάζει στὴν Ἐκκλησία νάματα θεῖα ἀληθοῦς θεολογίας καὶ χαρισματικῆς θεογνωσίας. Ὅταν διασαλεύεται ἡ ἀρραγὴς αὐτὴ συζυγία, ἡ θεολογία καὶ ἡ λατρεία ὁδηγοῦνται στὶς παρατροπὲς τῶν ἄκρων τῆς πλάνης.

Οἱ Κολλυβάδες πατέρες, γνῶστες ὅσον ὀλίγοι τῆς θείας λατρείας καὶ ἰδιαίτερα τῶν περὶ τὴν εὐχαριστία προβληματισμῶν, ἔχοντες δὲ λιπαρὴ ἐπίγνωση τῶν πατερικῶν θέσεων, στοιχοῦν ἀπαρασαλεύτως στὶς ἀπλανεῖς θέσεις τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας καὶ ὑπεραμύνονται τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως. Αὐτὴ π.χ. τὸ ζήτημα τῆς μεταβολῆς καὶ τοῦ καθαγιασμοῦ δὲν τὸ ἐξαρτᾶ ἀπὸ ἱερὲς στιγμὲς καὶ δραστικοὺς λόγους (formula) οἱονεὶ «μαγικῶς» ἐνεργοῦντα, ἀλλὰ πιστεύει ἀκράδαντα ὅτι ἡ εὐχαριστιακὴ τελείωση ὁλοκληρώνεται μὲν στὴν τριττὴ σφράγιση τῶν δώρων, τελε-σιουργεῖται ὅμως δι’ ὅλης τῆς καθαγιαστικῆς εὐχῆς τῆς ἀναφορᾶς· δι’ ἀναμνήσεων, διὰ λόγων, δι’ εὐχῶν, δι’ ἐπικλήσεων, διὰ σφραγίσεων, διὰ χειρῶν ἱερατικῶν, δι’ ἐπιπνοίας ἁγίου Πνεύματος, διὰ τῆς δυνάμεως ὅλης τῆς Ἁγίας Τριάδος, καθὼς ὁ Υἱὸς (ὅπως στὸν μυστικὸ δεῖπνο) αὐτουργεῖ, ὁ Πατὴρ συνευδοκεῖ καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα συνεργεῖ, «καθὰ καὶ ἐν τῇ αὐτοῦ (τοῦ Υἱοῦ δηλαδὴ) θείᾳ σαρκώσει γέγονεν»[10].

Στηριζόμενοι οἱ Κολλυβάδες στὴ διδασκαλία τῶν πατέρων, ἐπισημαίνουν τὴν ὀρθόδοξη δογματικὴ θέση ὅτι τὸ μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας εἶναι ἀνάμνηση ὅλης μὲν τῆς σωτηριώδους θείας οἰκονομίας, ἰδιαίτερα ὅμως ἀνάμνηση τῆς ἐπὶ τοῦ σταυροῦ θυσίας, τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος διὰ τῆς θείας μεταλήψεως ἐσθίεται πλέον μετὰ τὴν ἔνδοξη ἀνάστασή του διηνεκῶς ἀπὸ τοὺς πιστούς[11].

Ἡ μετουσία τῶν ἁγιασμάτων τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἀποτέλεσε τὸν διηνεκὴ πόθο ὅλων τῶν ἁγίων του[12], ἀλλὰ καὶ τὸν νικητικὸ στέφανο πάντων τῶν μαρτύρων του[13], τῶν μιμητῶν τοῦ πάθους του, ἀφοῦ αὐτὴ τελικὰ εἶναι τὸ ἐπισφράγισμα ὅλων τῶν κόπων καὶ τῶν ἀγώνων, ὡς ἐφόδιο ζωῆς αἰωνίου[14], ἀλλὰ καὶ ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς παναγίας θυσίας τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς πίστεως τῶν χριστιανῶν[15]. Αὐτὴν τὴν ἀλήθεια περιγράφει ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης μὲ λόγους στιβαρῆς λειτουργικῆς θεολογίας· «Τούτου τε χάριν ἐσταύρωται καὶ τὸ αἷμα ἐξέχεε δι’ ἡμᾶς, ἵνα αὐτοῦ κοινωνῶμεν. Καὶ πρὸ τοῦ σταυροῦ διὰ τῆς ἱερουργίας τὰ μυστήρια δέδωκεν, ἵνα μεθ’ ἡμῶν ᾖ καὶ κοινωνοὶ ὦμεν αὐτοῦ, νῦν τε καὶ ἐν τῷ μέλλοντι, καὶ τῶν ἀγαθῶν αὐτοῦ μετέχωμεν πάντες, ὅτι τοῦτο ἠγάπησε»[16]. Καί, ἀφοῦ ἑρμηνεύσει τὰ πρὸ καὶ μετὰ τὴν ἁγία ἀναφορὰ ἐπιτελούμενα, καταλήγει· «Μετὰ τοῦτο ἡ κοινωνία, ὅτι τοῦτο τέλος ἁπάντων, ἡ Θεοῦ κοινωνία καὶ τὸ ἄκρως τοῦτο ἀγαθόν τε καὶ ἐφετόν»[17].

Πρὸς τοῦτο τὸ ἄκρως «ἀγαθὸν» καὶ «ἐφετὸν» ἔστρεψαν καὶ οἱ φι-λοκαλικοὶ Κολλυβάδες πατέρες ὅλη τὴν προσοχή, τὸν πόθο, τὴν ἀγάπη, τὴν ἐπιπόθηση, τὴν ἔρευνα, τὴν ἐνασχόληση καὶ τὴν ἐπιθυμία, ὥστε νὰ ἐξέλθει ἀπὸ τὴ ζοφερὴ ἀφάνεια τῶν εὐχαριστιακῶν τυποποιήσεων τῆς ἐποχῆς τους καὶ νὰ ξαναγίνει, γιὰ ἱερωμένους, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς, αὐτὸ ποὺ ἦταν γιὰ γενεὲς ἀμέτρητες πιστῶν ἀνθρώπων, ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνες ἐνσυνείδητης ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ ἀδιάλειπτης εὐχαριστιακῆς συμμετοχῆς· δηλαδὴ τὸ κέντρο τῆς ζωῆς καὶ τῆς λατρείας. Ποτὲ ὅμως χωρὶς τὶς κατάλληλες προϋποθέσεις προευχαριστιακῆς ἑτοιμασίας, τὶς ὁποῖες ὁριοθετεῖ ἡ ὀρθόδοξη περὶ τὴν εὐχαριστία παράδοση.

2. Προϋποθέσεις ἀξίας μετοχῆς στὴν εὐχαριστία.

Οἱ θέσεις τῶν Κολλυβάδων, καὶ στὸ ζήτημα τῆς προετοιμασίας γιὰ τὴ συμμετοχὴ στὴ θεία εὐχαριστία, ἀκολουθοῦν ἐπιτυχῶς τὸν πατερικὸ δρόμο τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως καὶ ἐκφράζουν τὸ ἀπαραχάρακτο, ἀπὸ παρερμηνεῖες καὶ τυποποιήσεις, διαχρονικὸ εὐχαριστιακὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦτο ἀναφαίνεται μὲ ἐνάργεια ἀπὸ τὴ δυνατότητα πλούσιου πατερικοῦ ὑπομνηματισμοῦ τῶν θέσεών τους, οἱ ὁποῖες τελικὰ δὲν εἶναι ἄλλες ἀπὸ ἐκεῖνες τῶν ἁγίων καὶ σοφῶν ἀνδρῶν καὶ διδασκάλων, ποὺ κατεγράφησαν ὡς πηγαῖοι θεοφώτιστοι προβληματισμοὶ ἀγαπητικῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κατάλληλη καὶ ἀπα-ραίτητη προευχαριστιακή του ἑτοιμασία[18].

Οἱ φιλοκαλικοὶ δὲν ἦταν ὑπέρμαχοι μιᾶς αὐθαίρετης ἐλευθεριότητας στὸ ζήτημα τῆς εὐχαριστιακῆς μετοχῆς. Αὐτὴ ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπροϋπόθετη. Ἡ σύνθεση ἀσκήσεως καὶ εὐχαριστιακῆς ἐπιποθήσεως εἶναι ὁ ἀπλανὴς πατερικὸς δρόμος. Πέραν τῶν ἀπολύτως ἀναγκαίων ὅρων[19] γιὰ τὴ δυνατότητα συμμετοχῆς στὴν εὐχαριστία (ὅπως ἡ ἰδιότητα τοῦ πιστοῦ καὶ τετελειωμένου μέλους τῆς συνάξεως, τὴν ὁποία λαμβάνει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ βάπτισμα, ἡ βέβαιη καὶ ἀκράδαντη πίστη ὅτι διὰ τῆς κοινωνίας μετέχει στὴ θεοποιὸ ζωοποίηση τοῦ ἀληθοῦς ἀχράντου σώματος καὶ τιμίου αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐνεπίγνωστη καὶ ἐνσυνείδητη μετάληψη ἀπὸ ζῶντες καὶ ὄχι ἀπὸ κοιμηθέντες ἤδη ἢ μὴ ἔχοντες συνείδηση ἐπιθανατίους κατὰ τὴν ὥρα τῆς μεταδόσεως καὶ ἡ τέλεση τοῦ μυστηρίου ὀρθοδόξως ἀπὸ τὴ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀποκλειομένων παντελῶς τῶν αἱρετικῶν, σχισματικῶν καὶ ἀκοινωνήτων), ὑπάρχουν καὶ ἄλλες σημαντικὲς γενικὲς καὶ εἰδικὲς προϋποθέσεις γιὰ τὴν εὐχαριστιακὴ συμμετοχὴ τῶν πιστῶν, τὶς ὁποῖες δὲν παρέλειψαν νὰ ἐπισημάνουν καὶ νὰ καταγράψουν στὴν ὁλοκληρωμένη εὐχαριστιολογία τους οἱ Κολλυβάδες πατέρες.

Ἡ γενικὴ εὐχαριστιακὴ προκάθαρση, ἠθικὴ καὶ σωματική, συνίσταται:

1) Στὴν ἀπόρριψη τῆς δουλικῆς μικροψυχίας καὶ τοῦ μολυσμοῦ τῆς μνησικακίας, ὥστε νὰ εἶναι δυνατὴ ἡ προσέγγιση τῶν θείων μυστηρίων μέσα στὴν ὕψωση καὶ τὸν φωτισμὸ τῆς πλήρους καὶ τελείας ἀγάπης.

2) Στὴν ἐξομολόγηση, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἁπλὴ μηχανιστικὴ ἐπανάληψη τυποποιημένης συνήθειας, οὔτε εὐκαιριακὸ καταφύγιο περιδεῶν συνειδήσεων, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ καταπιεστικὲς ἐνοχὲς ἢ νὰ λάβουν αὐτοδικαιωτικὴ ἄνεση ἀξίας προσελεύσεως. Ἡ διαρκὴς μετάνοια καὶ ἐξο-μολόγηση εἶναι ὁ σταθερὸς καὶ ἀδιάπτωτος ἀσκητικὸς δρόμος τῆς ὀρθοδόξου ζωῆς, ὁ ὁποῖος καθιστᾶ καθαρό, ἅγιο καὶ ἄξιο τὸν ἄνθρωπο νὰ μετέχει στὰ εὐχαριστιακὰ δῶρα.

3) Στὴ συνειδητοποίηση ὅτι ἡ προετοιμασία γιὰ τὴ μετάληψη δὲν εἶναι εὐκαιριακή, στιγμιαία, τυπική, περιορισμένη μόνο στὰ προευχαριστιακὰ χρονικὰ ὅρια. Ἀπαιτεῖται διὰ βίου ἑτοιμότητα καὶ προσδόκηση μετοχῆς, συνεχὴς αὐτοέλεγχος καὶ αὐτοεξέταση, συνεχὴς ζωὴ μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως[20]. Ποτὲ δὲν ταυτίσθηκε ὑποχρεωτικὰ ἡ προσέλευση στὴν εὐχαριστία μὲ ὑποχρεωτικὴ προσέλευση στὴν ἐξομολόγηση, παρόλες τὶς κατὰ καιροὺς τυποποιήσεις τῶν Ἐξομολογηταρίων. Ὡς ἀναγκαστικὴ ὑπο-χρέωση ἡ ἐξομολόγηση, γιὰ κάθε μία εὐχαριστιακὴ συμμετοχή, εἶναι δυνατὸν ἀντὶ βοηθείας νὰ γίνει ἐμπόδιο γιὰ τὴν ἐνσυνείδητη συχνὴ μετάληψη. Ὑπὸ τὰ δεδομένα τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου, εἶναι πολὺ δύσκολο ὁ πιστὸς νὰ εὑρίσκει καὶ νὰ ἀπασχολεῖ κάθε φορὰ τὸν πνευματικό του πατέρα, ὅπως γίνεται στὶς ἱερὲς μονές, καὶ μάλιστα ἂν αὐτὸς ἔχει πολλὰ πνευματικὰ τέκνα στὴν ἐπιστασία του καὶ τὴ συνοδοιπορία τῆς σωτηρίας. Ἐξάλλου, γιὰ πολλὲς ψυχὲς μὲ ἐλλειπτικὴ προσωπικότητα καὶ περιδεὴ συνείδηση, ἡ ἐξομολόγηση δὲν εἶναι στιβαρὴ πάλη ἀληθοῦς πνευματικῆς ἐλευθερίας, ἀλλὰ καταφύγιο ἀπόθεσης ἐνοχικῶν συμπλεγμάτων, παραίτησης προσωπικῶν εὐθυνῶν καὶ ἁρπαγῆς αὐτοδικαιωτικῆς ἀξιοσύνης[21]. Γιὰ τοὺς λόγους αὐτούς, ἡ ὑποχρεωτικὴ συχνὴ ἐξομολόγηση, ἡ ὁποία μάλιστα ταυτίζεται καὶ μὲ κάθε εὐχαριστιακὴ προσέλευση, μπορεῖ νὰ ἀποβεῖ εἰς βάρος τοῦ μυστηρίου τῆς μετανοίας. Εὔκολα αὐτὴ μπορεῖ νὰ ἐκτραπεῖ στὴν τυποποίηση καταρτίσεως καταλόγων ἢ ἀσυναισθήτων ἐξαγορεύσεων κατὰ συνήθεια καὶ κατὰ τακτοὺς χρονικὰ κύκλους, χωρὶς ἀληθινὴ καὶ γνήσια μετάνοια καὶ διόρθωση.

4) Στὴν αὐτεξουσιότητα τῆς δεδοκιμασμένης προ-σελεύσεως τοῦ ἀν-θρώπου, μετὰ τὴν ἄδεια καὶ εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του πατρὸς (ἢ τοῦ καθηγουμένου τοῦ μοναστηριοῦ ἢ τοῦ ποιμένα τῆς ἐνορίας).

5) Στὴν πρέπουσα συνεχὴ προετοιμασία τῆς συντριβῆς, τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἀσκήσεως, χωρὶς κωδικοποιήσεις τρόπων καὶ χωρὶς παρατηρήσεις ἡμερῶν[22]. Εἶναι ἀνάγκη κατὰ ταῦτα πρὸ τῆς μεταλήψεως νὰ ἐπιτυγχάνεται ἡ ψυχοσωματικὴ ἀποκάθαρση ἀπὸ τὸν μολυσμὸ τῶν ἁμαρτιῶν καὶ νὰ τηρεῖται ὁ κανόνας τῆς παιδαγωγικῆς ἐπιτιμήσεως τοῦ πνευματικοῦ πατρός. Τοῦτο γίνεται ἡ ἀπαρχὴ τῆς εὐλαβείας καὶ τῆς ὁλοκάρδιας εὐ-χαριστιακῆς ἐπιπόθησης γιὰ τὴν ἄξια μετοχὴ στὰ θεοποιὰ δωρήματα τῆς θείας εὐχαριστίας. Ἡ ἄκρατη ἐπιθυμία τῆς συγκράσεως μὲ τὸν Κύριο εἶναι ὁ παραχωρούμενος καρδιακὸς τόπος, ὥστε ὁ κοινωνούμενος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ νὰ ἀναπαυθεῖ καὶ νὰ ποιήσει μὲ τὸν ἄνθρωπο ἕνωση ἀγαπητική[23]. Ἡ αὐτομεμψία, ἡ ἀνάμνηση τοῦ μεγαλείου τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, ἡ τίμια συναίσθηση ἀναξιότητας, ἀλλὰ καὶ ἡ προσμέτρηση τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ, λίγο πρὸ τῆς μεταλήψεως, αἴ-ρει τὴ θρασύτητα τῆς τρεπτῆς προαιρέσεως καὶ χαρίζει τὸ ἀναγκαῖο πνευματικὸ θάρσος καὶ τὴν ψυχικὴ εὐρυχωρία στὸν προσερχόμενο, γιὰ νὰ γίνει ἡ ὕπαρξή του θρόνος δεσποτικός, τόπος κεκρυμμένος, ταπεινὸς καὶ εὐλαβικὸς ἀληθοῦς προσκυνήσεως καὶ νικητικῆς εὐχαριστίας. Μόνον ἡ ἀμέλεια, οἱ ἁμαρτητικὲς πτώσεις καὶ ἡ ἔκπτωση τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Κύριο στεροῦν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὰ χαρίσματα τῆς θεοποιοῦ ἑνώσεως καὶ μετουσίας τῆς εὐχαριστίας. Ἀντίθετα, ἡ συνεχὴς ἄσκηση καὶ σκληραγωγία, ἡ περιφυλακὴ τῶν ἐντολῶν, ἡ ἑτοιμασία τῆς καρδίας καὶ ἡ ἀγαπητικὴ ἐπιπόθηση τῆς εὐχαριστιακῆς ὑποδοχῆς τοῦ μεταλαμβανομένου Κυρίου ὑψώνουν τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου στὴν ὡραιότητα τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἤθους καὶ τῆς θεώσεως[24].

6) Στὴ δοκιμὴ καὶ καθαρότητα τῆς συνειδήσεως, ἡ ὁποία ἰδιαιτέρως σημειώνεται καὶ τονίζεται ἀπὸ τοὺς φιλοκαλικοὺς πατέρες καὶ τὴν πατερικὴ παράδοση, στὴν ὁποία αὐτοὶ συνεχῶς καὶ ἀπαρεγκλίτως καταφεύγουν πρὸς ἐπιστηριγμὸ τῶν θέσεών τους. Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, μαζὶ μὲ ὅλες τὶς ἄλλες προϋποθέσεις, συνεχῶς προβάλλουν ὡς ἑτοιμότητα ἀξίας κοινωνίας τὸ «καθαρὸν συνειδός»[25], μὲ τὸ ὁποῖον καὶ μόνο μποροῦν οἱ πιστοὶ νὰ παρίστανται ἀξίως καὶ νὰ κοινωνοῦν ἀκατακρίτως στὴν εὐχαριστιακή τους σύναξη. Τὴ βιούμενη αὐτὴ προϋπόθεση ἀπαιτοῦν καὶ προβλέπουν τὰ ἱερὰ κείμενα τῆς θείας λατρείας καὶ ἰδιαίτερα τῶν λειτουργιῶν τῆς Ἐκκλησίας, ὡς αἰτία παρεκτικὴ ἀγαπητικῆς συνεύξεως καὶ ἑνωτικῆς κοινωνίας τῶν λατρευτῶν τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι αἰτοῦνται τὴ συγχώρηση τῶν πλημμελημάτων, τὸν ψυχοσωματικὸ ἁγιασμὸ καὶ τὴ διηνεκὴ λατρευτικὴ ὁσιότητα. Ὅλος ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί.

7) Στὴν τήρηση τῆς ψυχοσωματικῆς καθαρότητας κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ἀπὸ κάθε μολυσμὸ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἀπὸ κάθε ρυπαρότητα, σπίλωση καὶ ἀκαθαρσία ὀφθαλμῶν, διανοίας, συνειδότος, ψυχῆς, σώματος, στόματος, χειλέων καὶ γλώσσης, γιὰ νὰ προλαμβάνεται ἡ ἀνάξια παράστασή τους πρὸ τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ μόνου καθαροτάτου Κυρίου. Ἡ ἐπίτευξη καὶ ἡ διατήρηση τῆς διπλῆς αὐτῆς, ψυχικῆς καὶ σωματικῆς, καθαρότητας εἶναι δυνατὴ μόνο μὲ τὴν ἐθελούσια καὶ ἀγωνιστικὴ ζωὴ τῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς ἀσκήσεως.

Στὸ πλαίσιο τοῦ προευχαριστιακοῦ αἰτήματος τῆς σωματικῆς καθαρότητας καὶ ἐγκρατείας ἐντάσσεται καὶ ὁ προβληματισμὸς περὶ τῆς σωματικῆς ἀκαθαρσίας ἀνδρὸς (νυκτερινοὶ ἐνυπνιασμοὶ) καὶ γυναικὸς (καταμήνια) ἢ τῆς σαρκικῆς μίξεως τῶν συζύγων ὡς ἐμποδίου γιὰ τὴν ἄξια προσέλευση στὸν ἁγιασμὸ τῆς θείας εὐχαριστίας. Στὸ ζήτημα ἀναφέρεται διεξοδικὰ ὁ ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης, ἑρμηνεύοντας τοὺς ἱεροὺς κανόνες, ὅπως ἄλλωστε καὶ ἄλλοι πρὸ αὐτοῦ πατέρες. Ἡ ἐμβριθὴς ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου στοὺς σχετικοὺς κανόνες[26] ἐρευνᾶ τὰ αἴτια, προλαμβάνει ἀπὸ αἱρετικὲς περὶ ἀκαθάρτων ἀντιλήψεις, γνωρίζει τὰ τῆς φυσικῆς λειτουργίας τοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ, διακρίνει τὸ ἀπροαίρετο ἀπὸ τὸ ἐξ ἀκρασίας προκλητό, ἐντοπίζει τὸν μολυσμὸ στὴν πονηρὴ ἐνθύμηση καὶ φαντασία τοῦ πολυφάγου καὶ πολυπότου ἀκρατοῦς ἀνθρώπου καί, τελικά, προβάλλει τὸ συνειδὸς ὡς ὕψιστο κριτήριο τῆς ἀποφάσεως τοῦ πιστοῦ νὰ μετάσχει ἢ νὰ ἀπόσχει τῆς κοινωνίας.

Εἶναι ἐμφανὲς ὅτι τῆς ἐξάλλου μὴ ἁμαρτητικῆς ἢ φυσικῆς ἀκαθαρσίας προτάσσεται ἡ συνειδησιακὴ καὶ ψυχολογικὴ βίωση τοῦ ἐκ τοῦ σωματικοῦ γεγονότος ἐπισυμβαίνοντος μολυσμοῦ, στὸν μὲν ἄνδρα ἅπαξ, στὴ δὲ γυναίκα γιὰ περισσότερες ἡμέρες. Ἡ ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ αὐτὴ βίωση ἀναξιότητας ἐνώπιον τοῦ καθαροτάτου Κυρίου καὶ ἀπὸ τὸν ἄνδρα καὶ ἀπὸ τὴ γυναίκα ὁδηγεῖ τελικὰ τὸ κριτήριο τῆς συνειδήσεως νὰ ἐμποδίσει τὴν προσέλευση στὰ πανάχραντα μυστήρια, ἀλλὰ καὶ τοὺς κανόνες νὰ τὸ προβλέψουν.

Παραπλήσιο ζήτημα μὲ τὰ προηγούμενα, σὲ σχέση μὲ τὴν προ-ευχαριστιακὴ ἑτοιμασία, εἶναι καὶ τὸ ζήτημα τῆς ἐγκρατείας τῶν συζύγων ἀπὸ τὴ σαρκικὴ μίξη καὶ τῆς ἀναγκαίας σωματικῆς καθαρότητας γιὰ τὴν ἄξια προσέλευσή τους στὴν εὐχαριστία. Ἡ πρόβλεψη εἶναι αὐστηρότατη γιὰ τὶς περιόδους τῶν νηστειῶν, γιατὶ ἡ Ἐκκλησία θεώρησε πάντοτε τὴν ἐγκράτεια τῶν συζύγων ὡς νηστευτικὴ θυσία καὶ ἀγωνιστικὴ ἄσκηση ἀναγκαία γιὰ τὴν προετοιμασία τῆς εὐχαριστιακῆς μετοχῆς τους. Ἡ δὲ ἐγκράτεια αὐτὴ τῆς εὐχαριστιακῆς μετοχῆς ἀναφέρεται καὶ στὴν πρὸ τῆς κοινωνίας ἡμέρα, ἀλλὰ καὶ στὴν ἡμέρα ποὺ οἱ σύζυγοι ἐκοινώνησαν[27]. Ἡ ἴδια αὐτὴ ἐγκράτεια, ὡς προετοιμασία μετοχῆς στὰ εὐχαριστιακὰ δῶρα καὶ ὡς τουλάχιστον ἡμερήσια ἐκδήλωση εὐλαβείας πρὸς αὐτὰ μετὰ τὴ μέθεξή τους, ἀπαιτεῖται καὶ ἀπὸ τοὺς ἐρχομένους «εἰς γάμου κοινωνίαν» πιστούς. Τὴν ἀγαθὴ αὐτὴ σύμπλεξη γάμου καὶ εὐχαριστίας, καθὼς καὶ τὴν ἀπαίτηση σωματικῆς καθαρότητας τῶν συζύγων, ὄχι μόνο πρὸ τοῦ γάμου, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ἡμέρα ἐπιτελέσεως τοῦ μυστηρίου τῆς ἐν Χριστῷ συνάψεώς τους, κατὰ τὴν ὁποία τοὺς κάλεσε ἡ Ἐκκλησία νὰ συμμετάσχουν στὴν εὐχαριστία, τονίζει μὲ ἔμφαση ὁ ἅγιος Νικόδημος[28].

Οἱ παραπάνω θέσεις μπορεῖ μὲν νὰ φαίνονται αὐστηρὲς καὶ οἱ πατέρες ὑπερβολικοὶ στὶς ἀπαιτήσεις τους ὡς πρὸς τὰ ἤθη τῶν χριστιανῶν. Ὅμως εἶναι φανερὸ ὅτι σκοπός τους δὲν εἶναι ἡ κατατυράννηση τῶν πιστῶν καὶ μάλιστα, στὴν περίπτωσή μας, τῶν νεονύμφων. Ἐπιδίωξη τῆς καταγραφῆς τῶν ἄλλωστε μέσα στὸ πλαίσιο τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ τῆς παραδόσεως κινουμένων θέσεών τους εἶναι ὁ τονισμὸς τοῦ ὕψους τοῦ μεγάλου μυστηρίου τῆς εὐχαριστίας, ἄρα καὶ ἡ ἀνάδειξη τῆς ἀπαιτούμενης συνεχῶς ψυχοσωματικῆς καθαρότητας ὡς προϋπόθεση ἀξίας μεθέξεώς του. Τοὺς προβληματισμοὺς εἰσήγαγε καὶ παλαιότερα, ἀλλὰ ἐξακολουθεῖ νὰ διακρατεῖ ἐντονότερα μέχρι καὶ σήμερα ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ἡ μείωση τῆς εὐλάβειας, ἡ σταδιακὴ παραίτηση τῶν χριστιανῶν ἀπὸ τὴν ὁλόθυμη ὑπακοὴ στὶς προβλέψεις τῶν θεοφώτιστων ἱερῶν κανόνων, ἡ ἐπικράτηση ἑνὸς καταλυτικοῦ, ὡς πρὸς τὰ πνευματικὰ ἀθλήματα τῆς κατ’ ἐξοχὴν ἀσκητικῆς Ὀρθοδοξίας, κοσμικοῦ ἀκηδιαστικοῦ φρονήματος καί, τέλος, ἡ αὔξουσα τάση μιᾶς ἀνεξέλεγκτης σαρκολατρικῆς νοοτροπίας, ἡ ὁποία παραφθείρει ἐπὶ δεκαετίες ἐπικίνδυνα πλέον τὰ συμβιωτικὰ καὶ εὐχαριστιακὰ ἤθη τῶν Ὀρθοδόξων. Τὸ ἀποτέλεσμα βέβαια εἶναι ἀφ’ ἑνὸς ὁ τελικὸς χωρισμὸς τοῦ γάμου ἀπὸ τὴν εὐχαριστία καὶ γιὰ τοὺς λόγους αὐτούς, ἀλλὰ ἀφ’ ἑτέρου, πολὺ περισσότερο, ἡ ἀποδοχὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μιᾶς οἰκονομίας ποὺ ὑπερβαίνει ὅλους τοὺς ὅρους τῶν ἁγίων πατέρων καὶ ὁδηγεῖ στὴν τελεία ἐπικράτηση καὶ παγίωση μιᾶς ἐπιτιμώμενης αὐστηρὰ παράβασης, ἡ ὁποία τὸ λιγότερο ὁδήγησε στοὺς σαββατιάτικους (πρόσφατα δέ, ἀλλοίμονο! καὶ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Παρασκευῆς) γάμους καὶ τὸ περισσότερο καὶ χειρότερο στὶς παράνομες, κατὰ τὰ θέσμια τῆς Ὀρθοδοξίας, προγαμιαῖες ἐλεύθερες συμβιώσεις τῶν νέων ἀνθρώπων[29].

Ὁ θεοφώτιστος κάλαμος τῶν Κολλυβάδων πατέρων, στοιχῶν στὴν παράδοση τῶν ἁγίων πατέρων καὶ στὴ μακραίωνη -παρακαταθήκη τοῦ ἡσυχαστικοῦ, ἀθλητικοῦ, ἀγωνιστικοῦ καὶ ἀσκητικοῦ ἤθους τῶν Ὀρ-θο-δόξων, εἶδε τὴ συμβιωτικὴ συνοδοιπορία τῶν ὁμοζύγων ὡς ἄθλημα ἀγαπητικὸ καὶ ὡς ἀγώνισμα ἀσκητικό· ποτὲ ὡς ἀναπαυτικὸ καταφύγιο ἐμπαθείας ἢ ὡς νομιμοποιητικὸ προκάλυμμα τῶν παθῶν τῆς ἀτιμίας[30]. Ἔτσι ἐγκράτεια καὶ νηστεία συνυπάρχουν γιὰ τοὺς συζύγους, καὶ ὡς πρὸς τὴν ἐκπλήρωση τοῦ κανόνος τῶν ἁγίων νηστειῶν τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὡς πρὸς τὴν προευχαριστιακὴ ψυχοσωματική τους ἑτοιμασία γιὰ τὴν ἄξια μετοχὴ στὸν ἁγιασμὸ τῆς θείας κοινωνίας.

Εἰδική, τέλος, προϋπόθεση γιὰ τοὺς πιστοὺς εἶναι ἡ ὀνομαζόμενη «εὐχαριστιακὴ» νηστεία, δηλαδὴ ἡ ἀπολύτως πρὸ τῆς μετοχῆς στὴ θεία εὐχαριστία ἀπαιτούμενη[31]. Οἱ κανόνες κατ’ ἀρχὰς δὲν ὁρίζουν συγκεκριμένη εὐχαριστιακὴ προετοιμασία, οὔτε ἡμεραριθμοῦν συγκεκριμένη νηστεία πρὸ τῆς μεταλήψεως. Ἡ πρόβλεψή τους εἶναι «ἡ θεία εὐχαριστία νὰ προσφέρεται ὑπὸ νηστικῶν καὶ νὰ δίδεται σὲ νηστικούς»[32]. «Ὅθεν καὶ οἱ μέλλοντες μεταλαβεῖν», γράφει χαρακτηριστικά, στὴν ἑρμηνεία τοῦ κθ΄ κανόνος τῆς Ϛ΄ Οἰκουμενικῆς, Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «ἕως πρὸ τοῦ μεσονυκτίου ἔχουν τὴν ἄδειαν νὰ πίνουν νερὸν καὶ μετὰ ταῦτα πρέπει νὰ μὴ βάλουν τίποτε εἰς τὸ στόμα, ἕως οὗ νὰ μεταλάβουν»[33]. Ἐθιμικὰ δὲ καὶ μέχρι σήμερα ἐπικράτησε τάξη καὶ συνήθεια, κατὰ τὴν ὁποία οἱ εὐλαβεῖς πιστοί, οἱ μέλλοντες νὰ κοινωνήσουν, μένουν ἄσιτοι ἀπὸ τὴν προηγούμενη ἑσπέρα, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ νωρὶς παρατιθέμενο καὶ λιτὸ δεῖπνο τους ἤ, τουλάχιστον, ἀπὸ τὸ μεσονύκτιο[34].

Κατὰ ταῦτα, «στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχουν συγκεκριμένοι ἱεροὶ κανόνες ποὺ νὰ ρυθμίζουν τὴν ἔκταση καὶ τὴν ποιότητα τῆς νηστείας πρὶν ἀπὸ τὴ θεία εὐχαριστία»[35]. Ἀλλὰ καὶ σὲ κτητορικὰ Τυπικὰ μονῶν, ὅπως π.χ. αὐτὸ τῆς Εὐεργέτιδος (ια΄ αἰ.)[36] ποὺ υἱοθετήθηκε κατὰ τοὺς ἑπόμενους αἰῶνες ἀπὸ πολλὲς μονὲς ὅλου τοῦ ὀρθόδοξου κόσμου, δὲν θεσμοθετεῖται ἄλλη νηστεία πλὴν τῆς Τετάρτης καὶ τῆς Παρασκευῆς κάθε ἑβδομάδα, γιὰ νὰ μποροῦν οἱ μοναχοὶ νὰ μετέχουν τῆς εὐχαριστίας τρεῖς φορὲς κατὰ τὴ διάρκειά της[37]. Μόνο ἀργότερα, σὲ Τυπικὰ καὶ Ἐξομολογητάρια ποὺ ἀκολουθοῦν τὴν παράδοση Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ, σταδιακὰ ἐπικρατοῦν διατάξεις ποὺ ὁρίζουν ἀπὸ τριήμερη ἕως ἑβδομαδιαία ξηροφαγία, γιὰ νὰ κοινωνοῦν, ἀκόμα καὶ οἱ μοναχοί, τρεῖς ἢ τέσσερις φορὲς τὸν χρόνο[38].

Προευχαριστιακὴ νηστευτικὴ ἡμεραρίθμηση, λοιπόν, ἔκταση χρόνου ἢ ποιότητα νηστείας καὶ λοιπῆς ἀσκήσεως δὲν ὁρίζονται ἀπὸ τὰ ἐπίσημα λειτουργικὰ καὶ νομοκανονικὰ κείμενα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκ-κλησίας[39]. Πολὺ ἀργότερα καὶ κατ’ ἐπίδραση τῶν ἐκ τῆς παραδόσεως τοῦ Ἰωάννου Νηστευτοῦ προερχομένων Ἐξομολογηταρίων, ὅπως εδαμε καὶ παραπάνω, τὰ ὁποῖα ἐπηρέασαν τὶς λαϊκὲς προευχαριστιακὲς νηστευτικὲς ἀντιλήψεις, καθὼς ἐπίσης καὶ ἐξαιτίας τῆς περὶ τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως ἔριδας μεταξὺ τῶν φιλοκαλικῶν Κολλυβάδων πατέρων καὶ τῶν ἀντιπάλων τους, κατὰ τὸν ιη΄ αἰώνα, καταγράφεται καὶ ὑποδεικνύεται γιὰ πρώτη φορὰ ἐπισήμως, ἀπὸ ὅσο μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε, τριήμερη πρὸ τῆς εὐχαριστίας νηστεία ἀπὸ τὸν Νικηφόρο Θεοτόκη[40]. Εἶναι δὲ ἐμφανὴς ἡ προέλευση τοῦ νηστευτικοῦ τριημέρου, ἀπὸ τὴν ἀναφορά του στὴν τριήμερη ἁγνευτικὴ κάθαρση καὶ ἐγκράτεια τῶν συζύγων κατὰ τὴν Μωσαϊκὴ προσταγή[41]. Βέβαια ὁ ἴδιος ὁ Θεοτόκης, σὲ νεαρότερη ἡλικία εὑρισκόμενος, εἶχε συγγράψει μακρὸ λόγο Περὶ τῆς θείας μεταλήψεως[42], στὸν ὁποῖο οὐδεμία νύξη κάμει γιὰ τὴν τριήμερη νηστεία πρὸ τῆς εὐχαριστίας, ἀφοῦ ἐξάλλου ἡ κωδικοποιημένη τριττὴ ἡμεραρίθμηση εἶναι ἀμάρτυρη στὰ πηγαῖα κείμενα.

Οἱ Κολλυβάδες πατέρες ἀποδέχονται τὴν προευχαριστιακὴ νηστεία ὡς ἀγαθὴ συνήθεια συνεχοῦς ἀσκήσεως καὶ ἐγκρατείας, ποτὲ ὅμως ὡς τυποποιημένη διεκπεραίωση κάποιας ὁρισμένης καὶ ἀναγκαστικῆς ὑποχρέωσης. Ζητοῦν διακριτικὰ «τὴν κατὰ δύναμιν νηστείαν»[43] καὶ δὲν ἀναλίσκονται σὲ μετρήσεις καὶ παρατηρήσεις ἡμερῶν[44]. Ἡ εὐχαριστια-κὴ νηστεία εἶναι ἄθλημα ἐλευθερίας καὶ ὄχι ἐπιβαλλόμενη ὑποχρέωση. Στηρίζεται στὴν ἄκρα πρὸς τὸ μυστήριο εὐλάβεια τοῦ μέλλοντος νὰ προσέλθει στὴν εὐχαριστία καὶ ὄχι στὴν τυπικὴ τήρηση χρονικῶν σχημάτων. Ἀπαιτεῖ τὴν ποιότητα, χωρὶς νὰ ὁρίζει καταναγκαστικὰ τὴν ποσότητα.

Τελικὰ γίνεται ἐμφανὲς ὅτι ὁ σοφὸς λόγος τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου περὶ τῆς «κατὰ δύναμιν νηστείας»[45] ἐξισορροπεῖ τὰ πράγματα μέσα στὸ πλαίσιο τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως. Κύριος καὶ τῆς συχνότητας προσελεύσεως καὶ τῆς εὐλαβικῆς ἀθλήσεως τῆς προευχαριστιακῆς ἑτοιμασίας του εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἐνσυνείδητος καὶ ἀγωνιζόμενος πιστὸς ἄνθρωπος καὶ ποτὲ αὐθαίρετα ἐπιβαλλόμενες ὑποχρεωτικὲς νηστευτικὲς ἡμεραριθμήσεις. Ἰδιαίτερα, γιὰ τοὺς προσερχόμενους κατὰ ἀραιὰ διαστήματα, ἡ διάκριση τοῦ πνευματικοῦ πατρὸς θὰ ὁρίσει κατὰ περίπτωση περισσότερες ἢ λιγότερες ἡμέρες προευχαριστιακῆς νηστείας[46].

Γιὰ νὰ μὴ στερηθεῖ ὅμως ὁ πιστὸς ἄνθρωπος τὰ ἀπαριθμούμενα ἀπὸ τὰ εὐχετικὰ λειτουργικὰ κείμενα εὐχαριστιακὰ θεῖα δωρήματα, εἶναι ἀνάγκη νὰ κοινωνεῖ μὲν ἀξίως ἀλλὰ νὰ κοινωνεῖ καὶ συνεχῶς[47].

3. Συχνότητα μετοχῆς στὸ μυστήριο τῆς θεουργίας.

Ἡ σοβαρότητα καὶ ἡ σημασία γιὰ τὴ ζωὴ τῶν πιστῶν τοῦ θέματος ποὺ ἀφορᾶ στὴ συχνότητα μετοχῆς τους στὴ θεία εὐχαριστία ἀναγνωρίσθηκε διαχρονικὰ καὶ ἀδιάλειπτα. Ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ τοὺς μεταπο-στολικοὺς πατέρες, ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς ἀκμῆς τῶν μεγάλων διδασκάλων καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀπὸ τοὺς ἀσκητικοὺς συγγραφεῖς, τοὺς ἑρμηνευτὲς τῶν ἱερῶν κανόνων, τὰ λειτουργικὰ κείμενα, τοὺς μυσταγωγοὺς καὶ ὑπο-μνηματογράφους τῆς θείας λατρείας, τοὺς νηπτικοὺς καὶ ἡσυχαστὲς τῆς πρώτης περιόδου, μέχρι τὸν ιη΄ αἰώνα καὶ τὴ νέα ἡσυχαστική, φιλοκαλικὴ καὶ λειτουργικὴ ἀναγέννηση τῶν Κολλυβάδων πατέρων καὶ διδασκάλων, τὸν ἰσαπόστολο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλὸ καὶ τὴ χορεία ὅλων τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Γένους, εἴτε σὲ λόγους, εἴτε σὲ πραγματεῖες, εἴτε σὲ ἑρμηνεῖες κειμένων, εἴτε πολλαχοῦ σποραδικὰ γίνεται λόγος ἀναλυτικὸς ἢ ἀποφθεγματικὸς γιὰ τὸ θέμα τῆς συχνῆς συμμετοχῆς στὴν εὐχαριστία.

Ἰδιαίτερα κατὰ τὴν τελευταία χρονικὴ περίοδο εὐαρίθμων δεκαετιῶν, ἡ συχνότητα προσέλευσης στὴ θεία κοινωνία ἀποτελεῖ θέμα ζωντανῆς συζήτησης ἐξ ἐπόψεως ἐκκλησιολογικῆς, πνευματικῆς, ποιμαντικῆς καὶ λειτουργικῆς. Ποικίλες δὲ συγγραφές, λαϊκότροπες ἢ ἐπιστημονικές, ἀσχο-λήθηκαν μὲ τὸ θέμα αὐτό, ὅπως ἐναργέστατα καταφαίνεται ἀπὸ τὴν πλούσια ἑλληνικὴ καὶ ξένη βιβλιογραφία[48].

Σκοπὸς τῆς τελέσεως τῆς θείας λειτουργίας καὶ τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν τιμίων δώρων εἶναι ὄχι κάποια τυπικὴ ἐπανάληψη τελετουργικῆς ὑπο-χρέωσης ἢ κάποια διεκπεραίωση νεκρωτικῆς γιὰ τὴ λατρεία συνήθειας, ἀλλὰ ἡ μετοχὴ τῶν πιστῶν στὴν εὐχαριστία. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο πρωταρχικὴ αἰτία καὶ τελικὸς σκοπὸς ὑπάρξεως τῆς θείας λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων Δώρων εἶναι ἡ συνεχὴς καὶ ἀδιάκοπη συμμετοχὴ τῶν πιστῶν στὰ ἄχραντα μυστήρια, ὁ ἀδιάπτωτος πόθος σύγκρασης τῆς ζωῆς τους μὲ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἑνοποιὸς ἀγαπητικὴ ἐν μυστηρίῳ κοινωνία τους, ἡ ἀσίγαστη πνευματικὴ πείνα καὶ δίψα τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως, τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ δοξασμοῦ τῆς ὑπάρξεώς τους.

Ἡ Ἐκκλησία, ὡς κοινωνία πιστῶν, κινδυνεύει ἀπὸ τὴν ἀδιαφορία καὶ τὴ νεκρωτικὴ τυπολατρία, στερεώνεται ὅμως καὶ θάλλει ὅταν τροφοδοτεῖται συνεχῶς καὶ ἐνσυνειδήτως ἀπὸ τὴ χάρη τῶν ἁγίων μυστηρίων καὶ ἰδιαι-τέρως ἀπὸ τὴ ζωοποιὸ ψυχοτροφία τῆς θείας κοινωνίας. Ἡ τελείωση δὲ τῆς δωρεᾶς τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ ὁ θεῖος χαρισματικὸς δοξασμὸς τῆς ὕπαρξης εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐπιτευχθοῦν δίχως τὴν καταξίωση τῆς ἀδιάλειπτης συμμετοχῆς στὴ μετάληψη. Γιὰ τὴ θεοποιὸ συσσωμάτωση, τὴν χαρισματικὴ σύγκραση καὶ τὴ ζωὴ τῆς μυστικῆς ἑνώσεως μὲ τὸν Χριστό, εἶναι ἀνυπερθέτως ἀναγκαία ἡ συνεχὴς μυστηριακὴ καὶ εὐχαριστιακὴ συμμετοχή.

Τὰ συγγράμματα τῶν ἁγίων πατέρων, καθὼς καὶ τῶν ἐξεχόντων ἐκ-κλησιαστικῶν συγγραφέων, ἀπὸ τοὺς πρώιμους αἰῶνες τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μέχρι καὶ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἐξετάζουμε, ἀποτελοῦν ἕναν ἀειθαλὴ καὶ πολύανθο λειμώνα σοφίας, θεολογίας καὶ λειτουργικῆς βιώσεως, ὅπου τεκμηριώνεται θεολογικὰ καὶ λειτουργικὰ τὸ αἴτημα τῆς συνεχοῦς καὶ συχνῆς συμμετοχῆς στὰ ζωοποιὰ δωρήματα τῆς θείας εὐχαριστίας, ἀλλὰ καὶ δικαιώνεται ἡ ὑπὲρ τῆς ὀρθοδόξου λειτουργικῆς παραδόσεως ἀγωνιστικὴ ἔνσταση τῶν Κολλυβάδων.

Ἐνστάσεις ὑπῆρξαν καὶ θὰ ὑπάρχουν. Ποικίλοι προβληματισμοὶ θὰ κατατίθενται καὶ θὰ συζητοῦνται. Ἀντιβολὲς ἐπιχειρηματολογιῶν θὰ καταγράφονται. Ὅμως τὰ καίρια ζητήματα τῆς πίστεως καὶ τῆς λειτουργικῆς βιώσεως ἔχουν ἀπολύτως ἀποκαθαρθεῖ καὶ σαφῶς ἀποτυπωθεῖ ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ αἴτημα λοιπὸν τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως, παρὰ τὶς κατὰ καιροὺς ἀρνητικὲς καταγραφές, εἶναι περισσότερο ἀπὸ προφανὲς ὅτι στοιχεῖ στὴν ἀταλάντευτη πορεία καὶ τὸ ἀληθὲς περιεχόμενο τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως. Ὁ Χριστὸς πρόκειται τοῖς πιστοῖς ὡς θύτης καὶ θύμα σὲ κάθε θεία λειτουργία. Ὁ ἴδιος ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ μεταλαμβανόμενος ἀδιαλείπτως. Σκοπὸς τῆς λειτουργίας εἶναι ὁ διὰ τῆς μετοχῆς στὰ τίμια δῶρα ἁγιασμὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ θέωσή του. Ἀλλιῶς τὰ τελούμενα ἐκπίπτουν σὲ μιὰ νεκρωτικὴ ἐπανάληψη τύπων, χωρὶς αὐτοπροαίρετη ὀντολογικὴ καὶ βιωματικὴ μετοχὴ τῶν λογικῶν πλασμάτων τοῦ Θεοῦ στὸ φρικτὸ καὶ φοβερὸ μυστήριο, στὴ μεγάλη αὐτὴ θεϊκὴ εὐεργεσία[49].

Ἡ καιριότητα τοῦ λόγου τοῦ Νικολάου Καβάσιλα ἐπὶ τοῦ προκειμένου εἶναι καταλυτική. Στὸ ζή-τημα τῆς προσελεύσεως στὴν ψυχοτροφία τῆς Τρα-πέζης καὶ τοῦ δείπνου τοῦ Χριστοῦ εἶναι παντελῶς ἀδύνατος ἡ ἀποστροφὴ καὶ ἡ ἄρνηση, γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν κωλύονται καὶ δὲν ἐμποδίζονται ἀπὸ συγκεκριμένες, σημαντικὲς καὶ σοβαρὲς αἰτίες, ποὺ προβλέπονται ρητῶς ἀπὸ τὴν κανονικὴ τάξη τῆς Ἐκκλησίας[50]. Ὅποιος ἐφευρίσκει αἰτίες καὶ ἀφορμὲς ἀποχῆς στὴν περιδεὴ συνείδηση, στὸ ἐθελόθρησκο θέλημα, στὴν ταπεινόσχημη ἀναξιότητα, στὴ μαγικὴ καὶ δεισιδαιμονικὴ ἀντίληψη περὶ τῶν μυστηρίων ἢ στοὺς φοβικοὺς συναισθηματικοὺς φορτισμούς, δὲν θὰ εἶναι ποτὲ ἄξιος καὶ πάντοτε, παρὰ τὴν ἀπειλὴ τοῦ Κυρίου, θὰ περιφρονεῖ τὸ δεῖπνο τῆς ζωῆς[51]. Ἂν δὲν κωλύονται οἱ πιστοί, στὴ λειτουργία βρίσκονται γιὰ νὰ κοινωνήσουν. Αὐτὸς εἶναι, κατὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, ὁ μέγιστος καὶ τελικὸς σκοπός[52]. Τὴν δὲ ἐσχάτη εὐχαριστία τῆς συνάξεως ὁ ἱερεὺς ἀναπέμπει πρὸς τὸν Θεὸ ὄχι γιὰ τοὺς παρακολουθήσαντες ἀλλὰ γιὰ τοὺς μετασχόντες καὶ μεταλαβόντες τῶν μυστηρίων[53].

Ἡ συνεχὴς τροφοδοσία μὲ τὸν ζωοποιὸ ἄρτο τῆς θείας εὐχαριστίας καταλύει τὸν παλαιὸ καὶ εἰσάγει τὸν καινὸ εὐχαριστιακὸ ἄνθρωπο στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν κοινωνία. Τὸ ἀεὶ καὶ τὸ διηνεκῶς τῆς ἀδαπάνητης ἐπιθυμίας τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ μετέχει στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, τὸν καθιστοῦν ἕτοιμο καὶ ἄξιο, ὥστε νὰ εἰσοδεύει καὶ νὰ ποιεῖ μονὴ στὴν ὕπαρξή του ὁ Κύριος, μὲ τὴν ἑνωτικὴ ἀγάπη τῆς ἀκατάπαυστης συσσωματώσεως καὶ συγκράσεως τοῦ ἁγίου σώματος καὶ τοῦ τιμίου αἵματός του[54].

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴ διορατικὴ καὶ ἐνοραματικὴ θεὰ τοῦ θειοτάτου μυστηρίου τῆς εὐχαριστίας, ἀπὸ τοὺς μυστικούς, ἡσυχαστικοὺς καὶ φιλοκαλικοὺς πατέρες, καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὶς θεολογικὲς πτήσεις καὶ θεωρητικὲς ἀποτυπώσεις τῶν ἐξεχόντων θεολόγων, λατρειολόγων καὶ μυσταγωγῶν τῆς παραδόσεώς μας, στὸ θησαυροφυλάκιο τῆς ὀρθοδόξου λατρείας ἔχουν κατατεθεῖ κείμενα ποιητικὰ καὶ ὑμνητικά, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν ἔκφανση καὶ ἔκφραση τοῦ φρονήματος τῶν πιστῶν, γιὰ τὸν ἀσίγαστο πόθο τῆς μετὰ τοῦ Χριστοῦ εὐχαριστιακῆς κοινωνίας, καὶ ἀποτυπώνονται διαχρονικὰ στὸ κοινὸ βίωμα τῆς ψαλλόμενης προσευχῆς τῆς Ἐκκλησίας. Εἴτε στοὺς ἀρχαϊκοὺς ὕμνους τῶν ἀπαρχῶν τῆς ὑμνογραφίας, εἴτε στὴν πολυσύνθετη ποιητικὴ παραγωγὴ τῶν χρόνων τῆς ἀκμῆς, μία καὶ μοναδικὴ εἶναι ἡ κατεύθυνση καὶ ἡ στόχευση· ἀφ’ ἑνὸς νὰ ἀναδειχθεῖ τὸ μεγαλεῖο τοῦ μυστηρίου καὶ ἀφ’ ἑτέρου νὰ προσκληθεῖ ἡ ράθυμη ἀνθρώπινη φύση στὴ συνεχὴ ζωοποιὸ καὶ θεοποιὸ μετοχὴ τοῦ δείπνου τοῦ Χριστοῦ[55]. Τελικά, οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας δηλοποιοῦν ἐναργέστατα, ἀνακαθαρμένο ἀπὸ τὰ πάθη ἢ τὴν ἀμέλεια, τὸ εὐχαριστιακὸ ἦθος τῆς νύμφης παρθένου ψυχῆς, ἡ ὁποία «ἁγνεύουσα καὶ λαμπάδας φαεσφόρους κρατοῦσα ὑπαντάνει τῷ νυμφίῳ» της[56].

Ἡ συχνὴ μετοχὴ στὸ μυστήριο ἦταν ἐπίσης ἡ βάση τῆς ἀσκητικῆς ἀθλήσεως τῶν μοναχῶν. Ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς θεραπείας τῆς ὕπαρξης ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ζωή τους ἦταν ὁ ἀγαπώμενος καὶ κοινωνούμενος Χριστός. Ἐνῶ ὁ θάνατός τους, μὲ τὸ ἐφόδιο τῆς αἰωνίου ζωῆς, τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὰ ὁποῖα ἦταν συνεχῶς καὶ ἀρρήκτως συνδεδεμένοι καὶ ἑνωμένοι, ἦταν κέρδος, κατὰ τὸν παύλειο λόγο[57].

Ἀπὸ τὴ γνώση καὶ τὴ βίωση τῆς ἀνατολικῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, ὁ ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης ἦταν ἀπολύτως πεπεισμένος ὅτι ἡ συνεχὴς μετάληψη τῶν ἁγιασμάτων τοῦ Χριστοῦ, ἡ συχνὴ δηλαδὴ εὐχαριστιακὴ μετοχή, τόσο γιὰ ὅλους τοὺς χριστιανούς, ὅσο καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς «ἡσυχάζοντες», τοὺς μοναχοὺς δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ ἀληθὴς καὶ ἀσφαλὴς δρόμος τῆς σωτηρίας. Ἀρκεῖ νὰ μετέχουν ἐνσυνείδητα, καθαιρόμενοι ἀπὸ τοὺς δακρυρρόους καθαρμοὺς τῆς εὐλαβείας καὶ τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ[58].

Ἡ αὐθαίρετη καὶ τολμηρὴ διαφοροποίηση ἀπάρχεται, ὅταν τὸ «τρὶς ἢ τετράκις τοῦ ἔτους», ὡς ἀνώτατο ὅριο συμμετοχῆς, προβάλλεται πλέον ἀντιπαραδοσιακὰ ὡς μία κανονικὴ συνήθεια τῆς ζωῆς τῶν μοναχῶν καὶ τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ κυριαρχεῖ σχεδὸν πλήρως κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας[59]. Σὲ αὐτὸ συνέβαλαν οἱ δεινὲς περιστάσεις τῆς δουλείας τοῦ Γένους, ἡ λειτουργικὴ ἀμάθεια ποιμένων καὶ λαοῦ, ἡ ἔμφυτη ραθυμία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ποὺ διαχρονικὰ δημιουργεῖ τὴν «ἀποχὴ» καὶ «ἀποστροφὴ» ὡς παραχαραγμένο εὐχαριστιακὸ ἦθος, καὶ ἡ σταδιακὴ ἐπικράτηση σὲ μοναστήρια καὶ κόσμο τῆς αὐστηρῆς ἀσκητικῆς παραδόσεως ποὺ ἀποδίδεται στὸν Ἰωάννη τὸν Νηστευτή. Ἡ παράδοση αὐτὴ κυριαρχεῖ τελικὰ σὲ Τυπικά, Νομοκάνονες καὶ Ἐξομολογητάρια, καὶ ἰδιαίτερα «οἱ διατάξεις ποὺ ὁρίζουν συνήθως τριήμερη ἢ καὶ ἑβδομαδιαία νηστεία μὲ τὴ μορφὴ τῆς ξηροφαγίας, γιὰ νὰ κοινωνοῦν, ἀκόμα καὶ οἱ μοναχοί, τρεῖς ἢ τέσσερις φορὲς τὸν χρόνο»[60].

Ἡ ἀλλοτρίωση τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἤθους τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐμφανὴς καὶ ἐπικίνδυνη. Μὲ βάση τὶς περισσότερες κανονικολειτουργικὲς συλλογὲς καὶ πηγὲς τῆς Τουρκοκρατίας ἡ συχνότητα μετοχῆς στὸ μυστήριο ἐκμειώνεται ἀντιπαραδοσιακὰ καὶ αὐθαίρετα μέχρις ἀκροτήτων, καθὼς «διαπιστώνεται εὔκολα μία πρόταξη τῆς ἀσκήσεως σὲ βάρος τῆς εὐχαριστιακῆς ζωῆς τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας»[61]. Ἦταν μία κατάσταση νεκρωτικῆς τυποποίησης τῆς ζωογόνου παραδόσεως, στὴν ὁποία ἦταν ἀδύνατο νὰ μὴ ἀντιδράσουν μὲ λόγο καὶ ἔργο, μὲ μαρτυρία καὶ μαρτύριο συνειδήσεως οἱ φιλοκαλικοὶ πατέρες τοῦ ιη΄ αἰῶνος, ἡ μακαρία χορεία τῶν ἁγίων Κολλυβάδων, «στοιχοῦντες τῷ κανόνι τῆς παραδεδομένης ἡμῖν παρὰ τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν διδασκαλίας καὶ νομοθεσίας», κατὰ τὴν εὐφυέστατη διατύπωση ἑνὸς ἄλλου προγενέστερου ἀγωνιστῆ, τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου[62].

Πλὴν τοῦ ζητήματος τῶν μνημοσύνων καὶ τοῦ ἀναστασίμου χαρακτῆρος τῆς Κυριακῆς ἡμέρας, τὸ σοβαρότερο θέμα τῆς μετὰ τῶν ἀντιφρονούντων ἔριδας τῶν φιλοκαλικῶν πατέρων ὑπῆρξε καὶ ἡ ἐνδελεχὴς ἐνασχόλησή τους μὲ τὴ συνεχὴ μετάληψη τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ἡ ὁποία καὶ ἀποτελεῖ ἕναν ἀπὸ τοὺς κυριότερους ἄξονες τῆς λειτουργικῆς τους διδασκαλίας. Ἡ διδασκαλία αὐτή, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς διάσπαρτες μαρτυρίες στὸν ὄγκο τῶν κολλυβαδικῶν συγγραφῶν, ἀποτυπώνεται συστηματικὰ καὶ μεθοδικὰ α) στὸ Περὶ τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως σύγγραμμα τῶν Μακαρίου Νοταρᾶ καὶ Νικοδήμου Ἁγιορείτου, β) στὸ Περὶ τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως κείμενο τοῦ ἱεροδιακόνου Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου, γ) στὸ εἰδικὸ κεφάλαιο τῆς Ὁμολογίας πίστεως τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, δ) στὴν Ἔκθεσιν, ἤτουν Ὁμολογίαν πίστεως τοῦ Ἀθανασίου Παρίου, ε) στὰ Εὐχαριστιακὰ Α΄ καὶ Β΄ κεφάλαια τῆς Ἐπιτομῆς Ἱερῶν Κανόνων τοῦ Νεοφύτου, Ϛ) στὶς ἐκτενεῖς ἀναφορὲς τῶν ὑποσημειώσεων τοῦ Πηδαλίου, καθὼς καὶ στὰ τέσσερα πρῶτα κεφάλαια τοῦ Β΄ Μέρους τοῦ Ἀοράτου Πολέμου, τοῦ Νικοδήμου, καὶ ζ) στὴν Ἐπιστολὴ ἀντιῤῥητικὴ γενομένη πρὸς τὴν παρά τινων περὶ τοῦ Κυριακοῦ σώματος κακοδοξίαν τοῦ Παρίου[63]. Εἶναι ἀνάγκη νὰ τονίσουμε, βέβαια, ὅτι ὑπάρχουν πολλὰ ἀκόμη ἀδιερεύνητα κείμενα σὲ χειρόγραφα τῆς ἐπίμαχης περιόδου, σχετικὰ μὲ τὴν εὐχαριστιακὴ περὶ τῆς συχνότητας μετοχῆς ἔριδα, τὰ ὁποῖα χρήζουν ἐνδελεχοῦς μελέτης, πρὶν κατατεθεῖ ὁ τελικὸς λόγος περὶ τοῦ σπουδαιοτάτου αὐτοῦ ζητήματος.

Ἡ νεκρωτικὴ γιὰ τὸ εὐχαριστιακὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας καὶ παντελῶς ἀντιπαραδοσιακὴ ἀποστροφὴ ἀπὸ τὴ συχνὴ προσέλευση στὴ μετάληψη τῶν ἁγιασμάτων ἔφθασε στὸ ἀποκορύφωμά της κατὰ τὴν περίοδο τῆς ζωῆς, τῆς δράσεως καὶ τῶν συγγραφῶν τῶν ὀρθοδόξων φιλοκαλικῶν πατέρων. Ἦταν συγκυρία ἀγαθή, ὥστε νὰ ἀναφανεῖ τὸ ζήτημα, καθὼς εἶχαν ὡριμάσει οἱ συνθῆκες γιὰ τὴν πρώτη θεωρητικὴ καὶ πρακτικὴ ἀντίδραση ἐναντίον τῶν τυποποιήσεων τῆς λειτουργικῆς ζωῆς τῶν μοναχῶν καὶ τῶν λαϊκῶν κατὰ τὸν ιη΄ αἰώνα. Ἡ παρέμβαση θέσεων καὶ ἐπιχειρημάτων τῶν Κολλυβάδων εἶναι σχεδὸν καταιγιστική. Οἱ ἀντίπαλοί τους, ὄχι μόνο στὸ ζήτημα τῶν μνημοσύνων, ἀλλὰ καὶ στὸ ζήτημα τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως, προσπάθησαν νὰ ἀρθρώσουν διάσπαρτα ἀντεπιχειρήματα ἢ νὰ συκοφαντήσουν τὴν εὐλάβεια τῶν πατέρων, ὅπως τὰ περιγράφει στὴν Ὁμολογία του ὁ ἅγιος Νικόδημος, ἢ νὰ καταγγείλουν στὸ πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὶς θέσεις τους ὡς αἱρετικές. Δὲν ἐπέτυχαν ὅμως τίποτα. Ἀντίθετα, οἱ πατριάρχες τοποθετήθηκαν ὑπὲρ τῶν εὐχαριστιακῶν θέσεων τῶν διδασκάλων.

Οἱ φιλοκαλικοὶ πατέρες οὐδὲν προσέθεσαν στὴν παραδεδεγμένη διδασκαλία καὶ πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Ἁπλῶς ἀνέδειξαν τὴν ἐπικίνδυνη λειτουργικὴ τυποποίηση τῆς ἀραιῆς προσελεύσεως καὶ καταπολέμησαν ὄχι μὲ φανατικὲς κραυγές, ἀλλὰ μὲ ἐπιχειρήματα ἀπὸ τὴν παράδοση, τὶς εὐλογοφανεῖς ἐνστάσεις καὶ προφασιολογίες τῆς ἐποχῆς τους καὶ ἀναδείχθηκαν διδάσκαλοι τῆς εὐχαριστιακῆς παραδόσεως καὶ τοῦ ἀπα-ραχαράκτου εὐχαριστιακοῦ ἤθους τῆς Ὀρθοδοξίας.

Οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀποστολικὴ παράδοση, ἡ κανονικὴ διδασκαλία, ἡ πατερικὴ διδαχή, ἡ μοναχικὴ πράξη καὶ ἡ λειτουργικὴ βίωση τῆς Ὀρθο-δόξου Ἐκκλησίας ὑπῆρξαν τὸ ἀρραγὲς θεμέλιο τῆς εὐχαριστιακῆς θεολογίας καὶ τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἤθους τῶν Κολλυβάδων. Τοῦτο, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὰ πληθωρικὰ συγγράμματά τους, ἀναδεικνύει ἀβί-αστα τὴν ἀλήθεια ὅτι οἱ φιλοκαλικοὶ τοῦ ιη΄ αἰώνα στὸ Ἅγιον Ὄρος δὲν ἐστήριξαν τὴ διδασκαλία τους στὴν αὐθαιρεσία κάποιου φανατικοῦ ἢ δοκησίσοφου λογισμοῦ, ἀλλὰ στὴν «παραδεδομένην ἡμῖν παρὰ τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν διδασκαλίαν καὶ νομοθεσίαν»[64].

Κατὰ τὴν εὐχαριστιακὴ διδασκαλία τους, ἡ συχνὴ μετάληψη ὑπὸ τῶν πιστῶν ἐκπληρώνει τὸν σκοπὸ τῆς συνάξεως καὶ νοηματοδοτεῖ τὸ εὐχαριστιακὸ περιεχόμενο τῆς θείας λειτουργίας, ἐνῶ ἀντίθετα ἡ «ἀποστροφὴ» καὶ τὸ ἀπαράδεκτο φαινόμενο νὰ μὴν εὑρεθεῖ «μήτε ἕνας χριστιανὸς» νὰ κοινωνήσει εἶναι κατάλυση τέλεια τῆς θεοπαράδοτης λει-τουργικῆς τάξης, ἀλλὰ καὶ αἰσχύνη τῶν προσκαλουμένων πιστῶν καὶ τοῦ προσκαλοῦντος ἱερέως[65].

Κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο, ἡ συχνὴ θεία κοινωνία τρέφει τὴ νηπτικὴ ζωή, φωτίζει τὸν νοῦ, λαμπρύνει τὴ διάνοια, καθαίρει τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὶς ἐμπαθεῖς κινήσεις, ἐλευθερώνει ἀπὸ τὸν συγκλεισμὸ τῶν παθῶν καὶ ἀνάγει στὸ ὕψος τῆς ἀπαθείας[66]. Ἡ ὁδὸς τοῦ ἁγιασμοῦ δὲν εἶναι μόνον ἡ νηπτικὴ θεωρία, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο ἡ μετουσία τῶν εὐχαριστιακῶν ἁγιασμάτων τοῦ Χριστοῦ[67]. Ἡ ἐπιπόθηση τῆς εὐχαριστίας, ὡς δυνατότητα τῆς ἐξ υἱοθεσίας χάριτος καὶ οἰκειώσεως μὲ τὸν Θεό, ὑψώνει χαρισματικὰ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ φόβου στὴν ἐλευθερία τῆς ἀγάπης καὶ στὸ ἦθος τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καὶ ἀρετῶν. Ἡ μέγιστη αὐτῶν τῶν ἐντολῶν εἶναι νὰ μεταλαμβάνουν οἱ χριστιανοὶ συνεχῶς τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ, κατὰ τὴν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ Πατρός, σαρκωθέντος καὶ θυσιασθέντος γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου Υἱοῦ καὶ Λόγου[68]. Σὲ αὐτὴν τὴν χαρισματικὴ ὑπαρξιακὴ ἑτοιμασία τῆς ἀγαπητικῆς ἀφοβίας διακρατεῖ τὸν ἄνθρωπο ἡ συνεχὴς κοινωνία τῶν ἀχράντων μυστηρίων.

Ὁ ἀπείρως δυνατὸς Θεός, ποὺ ἐξουσιάζει τὴ ζωὴ καὶ τὸν θάνατο, συγκιρνᾶται φιλάνθρωπα, διὰ τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως, μὲ τὴν οὐδενία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ὑψώνει στὸν ἁγιασμό. Παρὰ τὴν ἀναξιότητα καὶ τὴ φθαρτὴ φύση τοῦ πλάσματος, ὁ Χριστὸς τὸ καλεῖ συνεχῶς στὸ θεϊκό του τραπέζι, γιὰ νὰ στερεωθεῖ στὴν ἄρρητη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ πλησιάζει πλέον συνεχῶς καὶ ἐνσυνειδήτως τὴν ἁγία κοινωνία «μέ … φόβον ἅγιον καὶ ἀγαπητικόν», συντρίβοντας τὴν πλαστὴ καὶ προφασιστικὴ ἀναξιότητα τῆς ἀμελείας καὶ τῆς «ἀποστροφῆς», ἀλλὰ καὶ κάθε ἀλαζονικὸ ἐθελόθρησκο θέλημα[69]. Κατὰ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ εὐχαριστιακὴ ἐπιπόθηση λαμβάνει τὸ πλήρωμά της. Ὁ Χριστὸς προσφερόμενος δέχεται τὴν ἀντιπροσφορὰ ὅλης τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως ἐν ἑαυτῷ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὅλος τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁ ἄνθρωπος ὅλος τοῦ Χριστοῦ· πλήρης, εὐτυχής, μακάριος, θεραπευμένος, ὑπομονητικὸς στὶς ἀσθένειες, μαρτυρικὰ ἑτοιμασμένος στὶς ὕβρεις, τὶς θλίψεις καὶ τὰ βάσανα τοῦ τρεπτοῦ τούτου κόσμου[70].

Εἶναι ἐμφανὲς ὅτι στὸ πλαίσιο τῆς εὐχαριστιο-λογίας τοῦ Νικοδήμου Ἁγιορείτη περικλείεται ὅλη ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Τριαδολογία, ἡ Χριστολογία, ἡ Πνευματολογία, ἡ Ἀνθρωπολογία, ἡ Ἐκ-κλη-σιολογία καὶ ἡ Ἐσχατολογία. Ποτὲ ὁ ἐκ τῶν φιλοκαλικῶν θεωρητικὸς δὲν εὐχαριστιολογεῖ, χωρὶς νὰ ἀναδεικνύει τὴ μέγιστη σημασία ποὺ ἔχει τὸ μυστήριο τῆς εὐχαριστίας καὶ ἡ συνεχὴς μετοχὴ σὲ αὐτὸ[71] γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὸ ὀρθόδοξο ἦθος, τὸ λειτουργικὸ καὶ τὸ πρακτικό, γιὰ τὸ βίωμα τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν ἀλλὰ καὶ τῶν πρακτικῶν ἀρετῶν, γιὰ τὸ «νῦν» τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ «ἀεὶ» τῆς Βασιλείας.

Οἱ χριστιανοί, κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο, χρεωστοῦν νὰ προσέρχονται στὴ μετάληψη τῶν εὐχαριστιακῶν δώρων, ὡς νὰ εὑρίσκονται στὴν ἴδια ἐκείνη μυστικὴ Τράπεζα τοῦ Κυρίου κατὰ τὴ Μεγάλη Πέμπτη, καὶ νὰ τὰ λαμβάνουν ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ χέρια του, ἐφόσον ἀπαράλλακτα σὲ κάθε θεία λειτουργία τελοῦμε ἐκεῖνο τὸ ἴδιο δεῖπνο τῆς παραδόσεως τῶν θείων μυστηρίων. Μόνο σὲ αὐτὴ τὴ μυστικὴ Τράπεζα τοῦ Κυρίου εὑρίσκεται ὁ ἀληθὴς κορεσμὸς τῆς ψυχοσωματικῆς ὑπαρξιακῆς πείνας καὶ δίψας γιὰ τοὺς πιστούς. Ἐκεῖ μεταλαμβάνουν ἄρτο ἐπιούσιο καὶ ζωοποιὸ καὶ πίνουν αἷμα ζωήρρυτο καὶ ἀθάνατο, κάθε φορὰ ποὺ μετέχουν στὴν τροφοδοσία τῆς Ἐκκλησίας καὶ παρακάθονται στὴν ἁγία Τράπεζα τῆς ἀληθοῦς ψυχοτροφίας τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου[72].

Ἡ θεία κοινωνία εἶναι καὶ ὀνομάζεται δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, γιατὶ μεταδίδει «ἀδωροδοκήτως» στοὺς ἀξίους τὸν μὴ πωλούμενο καὶ ἀγοραζόμενο ἁγιασμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος[73]. «Ὁ ἅπαξ ὑπὲρ τοῦ γένους ἡμῶν πω-ληθεὶς γλυκύτατος Ἰησοῦς Χριστὸς» δὲν εἶναι δυνατὸν «νὰ πωλῆται καθ’ ἑκάστην» ἀπὸ τυχὸν ἀναξίους λειτουργοὺς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μόνο νὰ μεταλαμβάνεται συνεχῶς καὶ ἀδαπανήτως[74], ὡς δωρεοδοσία ἀληθοῦς ζωοποίησης, ὡς ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν[75] καὶ ὡς χαρμοαναστάσιμη κατατρύφηση πασχάλιας θεωτικῆς ἐμπειρίας[76].

Ἀπὸ τὴν ἀνάλυση τῶν σχετικῶν κανόνων εἶναι φανερὴ καὶ ἡ σημασία ποὺ εἶχε γιὰ τοὺς χριστιανοὺς ἡ δυνατότητα τῆς ἀπρόσκοπτης καὶ συχνῆς μετοχῆς στὰ μυστήρια, καθὼς καὶ ἡ σοβαρότητα τῆς ἐπιβαλλόμενης ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἐπιτιμίας, ἡ ὁποία παιδαγωγικά, πρὸς θεραπεία καὶ διόρθωση, ἀπέκοπτε τὰ ἁμαρτάνοντα μέλη της ἀπὸ τὴ ζωοδοσία τῆς εὐχαριστίας καὶ τὴν τέλεια κοινωνία μὲ τοὺς ὑπολοίπους πιστοὺς τῆς συνάξεως[77]. Οἱ Κολλυβάδες ἤθελαν μὲν τὴ συχνὴ καὶ συνεχὴ μετάληψη, ὄχι ὅμως, ὅπως ἤδη ἀναλύσαμε, χωρὶς τὴν κατάλληλη προετοιμασία καὶ τὶς ἀναγκαῖες προϋποθέσεις. Τὰ δῶρα τῆς εὐχαριστίας εἶναι «φρικτὰ» μυστήρια[78], τὰ ὁποῖα σὲ καμμιὰ περίπτωση δὲν ἀντιμετωπίζονται μὲ καταφρόνηση ἢ αὐτοδικαιούμενη πλαστὴ ἀξιοσύνη. Τὰ ἴδια ὅμως τίμια δῶρα εἶναι παραίτια φιλάνθρωπης ἄφεσης ἁμαρτιῶν καὶ χαρισματικῆς ἀθανασίας, ἡ δὲ μακρὰ ἀποχὴ καὶ ἀποστροφὴ πρὸς αὐτὰ ἀπειλὴ πνευματικοῦ θανάτου.

Ὁ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης εἶναι ὀξὺς καὶ αὐστηρός, ὅταν ἐλέγχει τὴν παραχάραξη τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἤθους, ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν ἀμελὴ ἀδιαφορία τῶν ποιμαινομένων, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀδιάκριτη ἐπιβολὴ προθεσμιῶν καὶ τὴν αὐθαίρετη ὁριοθέτηση περιόδων κοινωνίας ἐκ μέρους ἐνίων ποιμένων. Οἱ τετράμηνες ἢ τεσσαρακονθήμερες προθεσμίες, ὅπως καὶ οἱ ὁρισμοὶ νὰ προσέρχονται ὄχι μόνο λαϊκοί, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἀφιερωμένοι στὸν Θεὸ καὶ τὴν ἄσκηση μοναχοί, «τρὶς ἢ τετράκις τοῦ ἐνιαυτοῦ» στὴ θεία κοινωνία, εἶναι παντελῶς ἀσυμβίβαστα πράγματα πρὸς τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας[79].

4. Ἀντιευχαριστιακὲς ἐνστάσεις.

Οἱ Κολλυβάδες ἀγαποῦσαν τὴν Ἐκκλησία, προέβαλλαν τὴν ἀξία τῆς παραδόσεως, ὑπενθύμιζαν τὴν ὀρθὴ πράξη, ἐμάχοντο ὑπὲρ τῆς τηρήσεως τῶν κανόνων, ἐστηλίτευαν τὶς παραχαράξεις τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἤθους ὁποθενδήποτε προέρχονταν αὐτές, ποτὲ ὅμως δὲν ἐπέτρεψαν τὸ πνευματικὸ καὶ λειτουργικό τους «κίνημα» νὰ ἐκπέσει σὲ φιλέριδες προ-στριβὲς καὶ μάχες νομικές, οὔτε, ἀκόμη περισσότερο, σὲ σχισματικὲς ἰδιορρυθμίες ἀνατρεπτικὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας. Τὴν ἑνότητα αὐτὴ οἱ φιλοκαλικοὶ πατέρες τὴν θεωροῦσαν τελειούμενη μέσα στὸ πλαίσιο τῆς θείας λειτουργίας καὶ μέσα στὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν κοινωνία τῆς  εὐχαριστίας.

Ἐνῶ οἱ προσπάθειες τῶν ἀντιτιθεμένων νὰ ἀνεύρουν ἐπιχειρήματα κατὰ τῆς συχνῆς μεταλήψεως δὲν εἶχε σταθερὰ ἐρείσματα στὴ λειτουργικὴ παράδοση καὶ τὴ διδασκαλία τῶν πατέρων[80], ἀντιθέτως ἡ εὐχαριστιακὴ διδασκαλία τῆς χορείας τῶν Κολλυβάδων πατέρων, ὅπως ἀναφαίνεται ἀπὸ τὶς τεκμηριωμένες στὴν ὀρθόδοξη παράδοση εὐκρινεῖς καὶ σαφεῖς ἑρμηνεῖες, ἀναλύσεις καὶ θέσεις τους, στοιχεῖ ἀπαρασαλεύτως στὸν κανόνα τῆς πατερικῆς διδαχῆς καὶ τοῦ εὐχαριστιακοῦ λειτουργικοῦ βιώματος καὶ ἤθους τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ὑπὲρ τῆς συχνῆς καὶ συνεχοῦς μεταλήψεως ἔνστασή τους, σὲ καιροὺς τυποποιήσεων, ἀδιαφορίας, ἀγνω-σίας καὶ παραχαράξεων, ἀναδεικνύει τὴν ἀλήθεια ὅτι ἡ ὑπὲρ τῆς οὐσίας τῆς παραδόσεως παρέμβασή τους καὶ ἡ ὑπὲρ τῆς λειτουργικῆς τάξεως προμαχία τους δὲν εἶχε κίνητρα ταπεινὰ φανατισμοῦ ἢ ἐγωϊσμοῦ, οὔτε ὑπαγορεύθηκε ἀπὸ ἰδιόγνωμες τάσεις ἐριστικὲς καὶ διχαστικὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας. Σκοπός τους ἦταν ἡ ἀνάδειξη τῆς ἀληθείας καὶ ὁ ἀγώνας τους ἔφθασε ἕως μαρτυρίας καὶ μαρτυρίου. Ὁμολογοῦν μὲ βεβαιότητα καὶ διαλέγονται μὲ ἐπιστημοσύνη καὶ ὀξυδέρκεια, στὴν προσπάθειά τους πάντοτε νὰ λαμβάνουν ὑπόψη καὶ νὰ ἀκούουν μὲ εὐγένεια καὶ κριτικὸ πνεῦμα τὰ ἐπιχειρήματα τῆς ἄλλης πλευρᾶς, τὰ ὁποῖα μποροῦν νὰ συνοψισθοῦν σὲ τέσσερις ὁμάδες: 1) ἐνστάσεις ἐκ τῆς παρερμηνείας καὶ τῆς ἀγνωσίας, 2) ἐνστάσεις ἐκ τῆς περιδεοῦς συνειδήσεως καὶ τῆς ἐπίπλαστης εὐλαβείας, 3) ἐνστάσεις ἐκ τῆς ραθυμίας καὶ τῆς ἀδιαφορίας καὶ 4) ἐνστάσεις ἐκ τῶν παρεξηγήσεων τοῦ κληρικαλισμοῦ[81].

Ποικίλες ἄλλες πολεμικὲς κατὰ τῆς μερίδας τῶν Κολλυβάδων καὶ τῆς διδασκαλίας τους ἀντιδράσεις, ἐνστάσεις, κρίσεις, συκοφαντίες, ψευδεῖς κατηγορίες καὶ θελητὲς ἢ ἀθέλητες παρανοήσεις θέσεων, πολλὲς φορὲς μόνον ἐξ ἀκοῆς καταγραφόμενες ἀπὸ τοὺς πολεμίους τῶν πατέρων, συγκεντρώνει καὶ παραθέτει σχεδὸν ἀβασάνιστα ὁ Χ. Τζώγας[82]. Οἱ θέσεις τῶν φιλοκαλικῶν, ἂν καὶ καταγεγραμμένες μὲ σαφήνεια καὶ καθαρότητα, βιάζονται κυριολεκτικὰ ἐνίοτε ἀκόμη καὶ πρὸς τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο νόημα[83].

Ἡ ἀπάντηση τῶν Κολλυβάδων στὶς αἰτιάσεις τῶν ἐνστάσεων τῶν ἀντιφρονούντων, ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως, δὲν εἶναι ἄλλο τι, παρὰ ἡ ἀπαραχάρακτη διαχρονικὰ εὐχαριστιακὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὅπως καὶ διδάσκοντας, ἔτσι καὶ ἀπαντώντας, οἱ φιλοκαλικοὶ πατέρες δὲν πλάθουν λόγους ἐκ λογισμῶν, δὲν βιάζουν νοηματικὰ τὰ χρησιμοποιούμενα κείμενα, οὔτε ἐπιχειρηματολογοῦν ἀτεκ-μηρίωτα.

Ὁ ἐπίμονος ἐνίοτε τρόπος ὑπεράσπισης τῆς εὐχαριστιακῆς παραδόσεως ἀπὸ μέρους τῶν Κολλυβάδων χαρακτηρίσθηκε ἐριστικὸ σχίσμα ἢ ἀκόμη καὶ αἵρεση. Τὸ ἐπιχείρημα τῶν πολεμίων τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως ἀντιστρέφεται. Φιλέριδες καὶ ἀπειλοῦν-τες τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι οἱ ἐνιστάμενοι τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἤθους τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ἐκεῖνοι πού, παρὰ τὴ Γραφή, τοὺς πατέρες καὶ τοὺς κανόνες, ἀποστρέφονται, μὲ ποικίλες προφάσεις, τὴ ζωοποιὸ ψυχοτροφία τῆς θείας κοινωνίας. Ἀλλὰ καὶ σήμερα, στὶς συνάξεις τῶν πιστῶν, τὸ γεγονὸς τῆς ἀρνητικῆς ἀντιστροφῆς τῶν ρόλων εἶναι ἐμφανές. Ἀντὶ οἱ πολλοί, οἱ μὴ κοινωνοῦντες ἀπὸ ἐμπόδιο ἢ ἀδιαφορία, νὰ αἰσχύνονται καὶ ταπεινὰ νὰ ζητοῦν τὴ συγκατάβαση τῶν ἀδελφῶν τῆς συνάξεως γιὰ τὸ ἀκοινώνητον, ἐντελῶς παραλόγως ἀναγκάζονται νὰ αἰσθάνονται δυσκολία οἱ κοπιάσαντες στὴν προετοιμασία καὶ μὲ φόβο Θεοῦ κοινωνοῦντες πιστοί, ὑπὸ τὰ ἐπιτιμητικὰ ἐνίοτε καὶ ἀδήμονα βλέμματα τῶν μὴ μετεχόντων στὰ εὐχαριστιακὰ δῶρα καὶ ἀναμενόντων ἀνυπόμονα τὴν ἐξαιτίας τῆς παρατάσεως τῆς κοινωνίας βραδύνουσα ἀπόλυση τῆς θείας λειτουργίας.

Στὴ θεία κοινωνία λοιπὸν δὲν προσέρχονται μό-νο οἱ ἅγιοι, οἱ τέλειοι καὶ οἱ ἀπαθεῖς, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀγω-νιζόμενοι ἀκόμη γιὰ τὸν ἁγιασμό τους[84]. Τὰ ἄχραντα μυστήρια δὲν εἶναι κοσμικὴ ἐπιβράβευση ἁγιωσύνης καὶ τελειότητας, ἀλλὰ δύναμη θείας ἀναβάσεως στὴν ἀληθὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Ὅσοι δέχθηκαν τὴ βαπτισματικὴ ἀναγέννηση καὶ τὴ σφραγίδα τῆς δωρεᾶς τοῦ ἁγίου Πνεύματος «δὲν ἐμποδίζονται ποσῶς νὰ λέγωνται ἅγιοι καί, ἀκολούθως, εἰς τὸ νὰ μεταλαμβάνουν συχνὰ τὰ θεῖα δῶρα, ὡς κατὰ χάριν τέκνα ἅγια τοῦ ἁγίου Θεοῦ»[85].

Ἡ ἁγία καὶ ἀγγελικὴ ζωὴ εἶναι τὸ -σκοπούμενο τῶν μαρτυρικῶν ἀγω-νισμάτων καὶ σκαμμάτων τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου, καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ ἐν Χριστῷ βίου του. Ποτὲ δὲν χαρίζεται δίχως βία πνευματικὴ ἀληθοῦς μετανοίας καὶ θεοφιλοῦς ἐργασίας τῶν δεσποτικῶν ἐντολῶν. Καί, πολὺ περισσότερο, ποτὲ δὲν ἐπιτυγχάνεται δίχως τὸν ἀδιάλειπτο πόθο τῆς εὐχαριστιακῆς μετοχῆς καὶ τῆς ἁγιαστικῆς μετουσίας τῶν θείων δώρων τῆς ἁγίας κοινωνίας[86]. Τὰ πιστὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας λοιπόν, παρόλη τὴν ἀτέλειά τους καὶ τὸν ἀγώνα τους ἐναντίον τῶν ἐμπαθῶν κινημάτων τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, παρὰ τὰ μικρά, καθημερινὰ καὶ εὐσυγχώρητα τῆς τρεπτῆς φύσεώς τους, διὰ τῆς αὐτομεμψίας καὶ τῆς καθαρᾶς ἐξομολογήσεως προετοιμαζόμενα, μετέχουν τῶν ἁγίων μυστηρίων πιστεύοντας, χωρὶς ἀμφιβολία, ὅτι ἡ μετάληψή τους γίνεται κάθαρση ἀλη-θὴς τῶν ἁμαρτιῶν τους καὶ σωτηρία[87].

Τὸ ὑπόβαθρο τῶν ἐξεταζομένων προφασιολογιῶν, γιὰ τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὴ συχνὴ μετάληψη, εὑρίσκεται ἐπίσης στὴν προβολὴ μιᾶς ἐπίπλαστης πρὸς τὸ ὕψος τῶν μυστηρίων καί, τελικῶς, ψευδοῦς εὐλάβειας, τὴν ὁποία δὲν παραλείπουν νὰ ἐντοπίσουν καὶ νὰ στηλιτεύσουν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας[88]. Ἡ εὐλάβεια αὐτὴ καὶ ὁ φόβος τῶν ἀτελῶν συνειδήσεων ἐμποδίζουν ἀπὸ τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν τὴ ζωοποιὸ τροφοδοσία καὶ γίνονται τελικὰ δαιμονικὴ παγίδα.

Ἡ ράθυμη ἐπίσης καὶ ἀδιάφορη τοποθέτηση πολ-λῶν ὅτι ἀρκεῖ ἡ τρὶς τοῦ ἔτους[89] κοινωνία, πρὸς ἐκπλήρωση τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ, εὑρίσκει τοὺς φιλοκαλικοὺς παντελῶς ἀντίθετους. Ὅποιος εἶναι ἄξιος νὰ μεταλαμβάνει δύο ἢ τρεῖς φορὲς τὸν χρόνο εἶναι ἄξιος νὰ κοινωνεῖ καὶ πολὺ συχνότερα. Μόνο κώλυμα γιὰ τὴν προσέλευση, ὅταν εἴμαστε ἀνεπιτίμητοι, εἶναι «ἡ ἀμέλεια καὶ ἡ ραθυμία μας, ἀπὸ τὴν ὁποία νικώμενοι δὲν προετοιμαζόμεθα ὅσον τὸ δυνατὸν νὰ κοινωνοῦμεν»[90].

Κατὰ τὴ διδασκαλία τῶν φιλοκαλικῶν, ἀκόμη καὶ ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι δὲν ἀποτελεῖ ἡ συχνὴ μετάληψη δόγμα πίστεως, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ παραβλέψει ὅτι ἡ ἀδιάλειπτη εὐχαριστιακὴ προσέλευση εἶναι δεσποτικὴ ἐντολὴ ποὺ σχετίζεται ἄμεσα καὶ ἀφορᾶ στήν, κατὰ τὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Κυρίου, μετοχὴ στὸν ἁγιασμὸ τοῦ μεγίστου πάντων θεοϊδρύτου μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας[91]. Δόγμα καὶ ἦθος στὴν Ὀρθοδοξία συμπορεύονται. Θεωρία καὶ πράξη συνυπάρχουν. Στὴν τήρηση δὲ τῶν δεσποτικῶν ἐντολῶν στηρίζεται ἡ καθαρότητα τοῦ βίου καὶ τῆς πολιτείας τῶν χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ ὀρθότητα καὶ τὸ ἀπλανὲς τῆς πίστεώς τους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ θεωρεῖται πλήρης παραλογισμὸς οἱ ποιμένες, οἱ ὁποῖοι ἐτάχθησαν νὰ βοηθοῦν τὸν πιστὸ λαὸ στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, νὰ ποιοῦν τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο, νὰ ἀπομακρύνουν καὶ νὰ ἐμποδίζουν δηλαδὴ τοὺς πιστοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν προσέλευση στὸ ποτήριο τῆς ζωῆς[92].

Εἶναι περισσότερο ἀπὸ προφανὲς ἐπίσης ὅτι σὲ καμμία περίπτωση δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν ἡ εὐχαριστιακὴ ἐπιπόθηση τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως νὰ θεωρηθεῖ σκάνδαλο τῶν ὀλίγων πρὸς τοὺς πολλοὺς ἢ ὅτι ἡ προσέλευση στὰ μυστήρια ἦταν χάρισμα καὶ κανόνας τοῦ παλαιοῦ καιροῦ καὶ τῶν ἀρχαίων χριστιανῶν[93]. Γιατί, τελικά, αὐτοὶ ποὺ εἰσάγουν στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τὴν ἀταξία καὶ τὸ σκάνδαλο δὲν εἶναι οἱ κοινωνοῦντες συνεχῶς, ἀλλὰ οἱ ἀπέχοντες ἀπὸ τὸν σκοπὸ τῶν συνάξεων[94].

Πολὺς λόγος ἔγινε ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους τῶν φιλοκαλικῶν πατέρων ὅτι εἶναι ἰδιόγνωμοι, φιλέριδες καὶ ἀνυπάκουοι πρὸς τοὺς ἀδελφούς, πρὸς τοὺς ποιμένες καὶ πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Οἱ ἴδιοι δὲν ἀποδέχονταν τὴν κατηγορία. Μπορεῖ νὰ ὑπῆρξαν αὐστηροὶ καὶ ὀξεῖς στὴν ὑπεράσπιση τῆς παραδόσεως, ποτὲ ὅμως μισάδελφοι καὶ ἀσεβεῖς πρὸς τοὺς ποιμένες καὶ διδασκάλους τῆς ἐποχῆς τους. Τοῦτο ἐπισημαίνεται μὲ εὐκρίνεια σὲ ἀκροτελεύτια τοποθέτηση Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ποὺ εὑρίσκεται στὴ μακρὰ ἀντιμετώπιση τῶν ἐνστάσεων ἀπὸ αὐτὸν καὶ τὴν ὁποία θεωροῦμε ἰδιαζόντως σημαντική[95].

Ἀπὸ τὴν ἀνάλυση τῶν ἀπαντήσεων ποὺ κατέθεσαν στὴ νεότερη πα-τερικὴ γραμματεία οἱ Κολλυβάδες πατέρες, ἀντιμετωπίζοντας τὶς εἰς βά-ρος τους κατηγορίες ἢ τὶς ποικίλες περιφερόμενες ἀντιευχαριστιακὲς ἐνστάσεις, ἀναδεικνύεται ἡ σοφία, ἡ ὀξύνοια, ἡ διαλεκτικὴ δεινότητα, ἡ εἰρηνοποιὸς διάθεση, ἡ κατοχὴ τῆς πατερικῆς διδασκαλίας, ἡ βαθειὰ γνώση τῆς ὀρθοδόξου λειτουργικῆς παραδόσεως, ὑπὲρ τῆς ὁποίας κυριολεκτικὰ ἀναλώθηκαν ἐν ἀσκήσει καὶ μαρτυρίᾳ καὶ μαρτυρίῳ.

5. Κυριακὴ καὶ εὐχαριστιακὴ μετοχή.

Ἡ πληθωρικὰ μαρτυρούμενη σύνθεση Κυριακῆς καὶ εὐχαριστίας, στὴν πατερικὴ καὶ λειτουργικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εὗρε τὴν τελεία καὶ ὁλοκληρωμένη ἑρμηνεία καὶ διερεύνηση τοῦ νοήματός της καὶ τοῦ βαθύτατου θεολογικοῦ, ἠθικοῦ, πνευματικοῦ καὶ λειτουργικοῦ περιεχομένου της, στὸ πλαίσιο τῶν περὶ τὴ θεία λατρεία ἐνασχολήσεων τῶν φιλοκαλικῶν πατέρων, καθὼς καὶ στὴν τελικὴ ἀποτύπωση τῆς πλούσιας λειτουργικῆς τους θεολογίας. Ἡ λειτουργικὴ αὐτὴ θεολογία, ποὺ συνθέτει ἄριστα τὴν ἱστορία καὶ τὴ θεωρία τῆς ὀρθοδόξου λατρείας, περιστρέφεται, ὅπως διὰ πολλῶν τεκμηρίων ἀποδεικνύεται, περὶ τοὺς δύο κυρίους ἄξονες τῆς λειτουργικῆς ζωῆς τῶν πιστῶν καὶ τοῦ μυσταγωγικοῦ βιώματος τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἀναστάσιμη Κυριακή, ὡς ὑπέρτιμη ἡμέρα τοῦ Κυρίου, καὶ τὴ θεία εὐχαριστία, ὡς τὸ ὑπέρτατο μυστήριο τῆς πίστεως, τὸ κέντρο τῆς λατρείας, τὴν ἀρχὴ καὶ τὴν κατάληξη τῆς ἀληθοῦς καὶ ἀπλανοῦς χαρισματικῆς θεολογίας.

Οἱ Ὀρθόδοξοι δεσποτικὴ πανήγυρη ἄγουν ὄχι μόνο κατὰ τὴν κυριώ-νυ-μη ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ἑβδοματικὴ διὰ τῆς Κυριακῆς ἀνακύκληση τοῦ Πάσχα. Πάσχα Κυρίου ὅμως ἑορτάζουν καὶ σὲ κάθε μία εὐχαριστιακή τους μετοχὴ μέσα στὸ πλαίσιο τῆς πασχάλιας ἀνάμνησης διὰ τῆς συνεχοῦς ἐπιτελέσεως τῆς θείας λειτουργίας καὶ τῆς ἀναιμάκτου θυσίας. Τὸ ἀναστάσιμο καὶ εὐχαριστιακὸ αὐτὸ ἦθος ὁδηγεῖ τοὺς πιστοὺς ἐκ τῶν ποικίλων θανατώσεων στὴ ζωοποιὸ συνανάσταση μὲ τὸν Χριστό, ἀπὸ τὴ γήϊνη φθαρτὴ καὶ θνητὴ ἀνθρώπινη φύση στὸν οὐράνιο καὶ αἰώνιο δοξασμὸ τῆς ὕπαρξης. Ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ εὐχαριστία, ὡς βάσεις τῆς πίστεως, ὡς πηγὲς τῆς θεολογίας, ὡς βίωμα διηνεκὲς τῶν ἁγίων, ὡς βιωματικὴ προσδοκία ἑνώσεως μὲ τὸν ἀναστημένο Κύριο καὶ μετοχῆς στὸ ἐπουράνιο θυσιαστήριο, δὲν ὑπῆρξαν ποτὲ γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ πλήρωμά της ἐσχατολογικὲς ἰδεοληψίες μιᾶς ψευδοῦς καὶ κατασκευασμένης ἠθικιστικῆς μελλοντολογίας.

Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σημαίνει ἀναστημένη ζωή, πασχάλια εὐ-χα-ριστιακὴ βίωση καὶ μετουσία, ἄρα τελικὰ ἀναστημένο ἄνθρωπο καὶ λειτουργημένο βίο. Ζωὴ προσωπικῆς κοινωνίας μὲ τὸν Κύριο. Ζωὴ μὲ τὸν ἀδελφό, ὡς σταυροαναστάσιμο ἄθλημα ἀγάπης καὶ ἐλευθερίας. Ζωὴ μὲ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, μακρυὰ ἀπὸ τὶς παγιδεύσεις τῆς κοσμικῆς ἀλαζονικῆς πολυγνωσίας. Ζωὴ λειτουργημένη στὸν συνεχὴ ἁγιασμὸ τῶν θείων καὶ ἀχράντων μυστηρίων καὶ στὴν ὁλόθυμη ὑπαρξιακὴ προσδόκηση τῆς ἐσχάτης, ἀτελεύτητης καὶ αἰώνιας Κυριακῆς.

6. Σύγχρονα λειτουργικὰ καὶ ποιμαντικὰ προβλήματα σχετιζόμενα μὲ τὸ ἁγιώτατο μυστήριο τῆς εὐχαριστίας.

Πλὴν τῶν κεφαλαιωδῶν περὶ τὴν εὐχαριστία ζητημάτων, τὰ ὁποῖα ἐξετάσθηκαν στὴν ἀνάλυση πού προηγήθηκε, ὅπως εἶναι ἡ θεολογία τοῦ μεγίστου τῆς Ἐκκλησίας μυστηρίου, ἀλλὰ καὶ οἱ προϋποθέσεις ἀξίας μετοχῆς καὶ ἡ συχνότητα προσελεύσεως σ᾽ αὐτό, ἐπειδὴ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς λατρείας καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἀνακύπτουν συχνὰ λειτουργικὰ καὶ πνευματικὰ ζητήματα καὶ προβλήματα, τὰ ὁποῖα τακτικὰ ἢ ἀπρόσμενα ἀντιμετωπίζουν οἱ ἅγιοι ἐφημέριοι τῶν ἱερῶν ναῶν καὶ τῶν κατὰ τόπους ἐνοριῶν.

Ἂν παλαιότερα ζήσαμε στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τῆς λειτουργικῆς βιώσεως τοῦ λαοῦ μας ὡς σημαντικὸ πρόβλημα τὴν «ἀποχὴ» ἀπὸ τὴ θεία μετάληψη καὶ τὴν ἀραιότατη μετοχὴ τῶν πιστῶν στὴ θεία κοινωνία, σήμερα ἐνίοτε ἀντιμετωπίζουμε μία τάση συχνότερης μέν, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς ἀπροϋπόθετης μετοχῆς καὶ μάλιστα μετὰ ἀπαιτητικῶν ἀξιώσεων τῶν χριστιανῶν πρὸς τοὺς πνευματικοὺς νὰ ἐπιτρέπουν τὴ μετάληψη, χωρὶς ἐγκράτεια, χωρὶς τὸν ἐλάχιστο κόπο τῆς κατὰ δύναμιν νηστείας, χωρὶς τὴν ἀπαιτούμενη συναίσθηση γιὰ ὕπαρξη στὸν μέλλοντα νὰ κοινωνήση ψυχοσωματικῆς καθαρότητας, χωρὶς εὐλαβικὴ ὑπομονὴ καὶ ὑπακοὴ γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ παιδαγωγικοῦ καὶ θεραπευτικοῦ κανόνα ἀκοινωνισίας ἐξαιτίας σοβαρῶν ἁμαρτημάτων κ.λπ.

Εἶναι ἀνάγκη ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν νὰ χαιρόμαστε καὶ νὰ ἀντιμετωπίζουμε μὲ αἰσιοδοξία πνευματικὴ τὸ γεγονὸς ὅτι σχεδὸν κάθε Κυριακὴ κοινωνοῦν στὶς ἐνορίες μας καὶ παιδιὰ καὶ ἐνήλικες, μὲ τάξη καὶ εὐσχημοσύνη καὶ εὐλάβεια σὲ ἀριθμοὺς παρήγορους σὲ σχέση μὲ τὴν ἀπαράδεκτη κατάσταση τοῦ ὄχι καὶ τόσο μακρινοῦ παρελθόντος. Ἀφ᾽ ἑτέρου ὅμως ἀπαιτεῖται ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς πατέρες καὶ ποιμένες τοῦ λογικοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἀνύστακτη μέριμνα, ὥστε σὲ καμία περίπτωση ἡ θετικὴ αὐτὴ στροφὴ τῶν ψυχῶν, νὰ ἐκπέσει εἴτε σὲ ἁπλὴ συναισθηματικὴ ἀναπλήρωση εἴτε σὲ εὔκαιρη, εὐχερὴ καὶ ἀσυναίσθητη συνήθεια, νεκρωτικὴ τοῦ θείου πόθου καὶ τοῦ ἀκορέστου ἔρωτος τῆς συνεχοῦς «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης» συσσωματώσεως καὶ συγκράσεως μὲ τὸ πανάγιο σῶμα καὶ τὸ πανακήρατο αἷμα τοῦ Κυρίου.

Προβλήματα παρουσιάζονται, στὶς μεγάλες ἰδιαίτερα ἐνορίες, κατὰ τὴν πληθωρικὴ προσέλευση τοῦ λαοῦ σὲ ἐξέχουσες ἡμέρες τοῦ ἑορτολογίου (Δεκαπενταύγουστο, Χριστούγεννα, Μεγάλη Πέμπτη, Πάσχα). Ἡ ἐν ὑπομονῇ ἐπιμονὴ τοῦ εὐλαβοῦς ἐφημερίου, μὲ τὴ συνδρομὴ εὐσεβῶν ἐπιτρόπων καὶ συνεργατῶν τοῦ ἐνοριακοῦ ἔργου, μποροῦν νὰ ἐξασφαλίσουν στοιχειώδη τάξη καὶ ἡσυχία κατὰ τὴ διάρκεια τῆς μεταδόσεως τῶν ἁγιασμάτων. Θὰ πρέπει βέβαια νὰ προηγεῖται συνεχὴς διακριτικὴ λειτουργικὴ ἀγωγὴ τοῦ πληρώματος μαζὶ μὲ μικρὲς καίριες πρακτικὲς κινήσεις στὸν χῶρο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ (π.χ. δημιουργία πλαγίων διόδων πρὸς τὴν ὡραία πύλη, ἀποκλεισμὸ προσελεύσεως ἀπὸ τὸ κέντρο, γιὰ νὰ φυλάττεται ἐλεύθερη ἡ διέξοδος τῶν κοινωνούντων κ.λπ.). Τὰ ἴδια μποροῦν νὰ οἰκονομηθοῦν καὶ τὴν ὥρα τῆς διανομῆς τοῦ ἀντιδώρου μετὰ τὴν ἀπόλυση. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀποφεύγονται διαγκωνισμοί, ἀταξία, θόρυβος, ἐκνευρισμός ἢ ἀκόμη καὶ διαπληκτισμοὶ ἀνυπομόνων ἀνθρώπων, ποὺ δὲν κατανοοῦν ὅτι στὴν οὐσία ἀσεβοῦν ἐνώπιον τοῦ ἐν τῷ ἁγίῳ ποτηρίῳ Χριστοῦ. Ὡς παραπλήσιο ζήτημα μπορεῖ, μὲ πολλὴ εὐγένεια καὶ διακριτικότητα, νὰ ἀντιμετωπισθεῖ καὶ ἡ ἀπρόσεκτη ἐνδυμασία τῶν νέων ἰδιαίτερα γυναικῶν κατὰ τοὺς θερινοὺς μῆνες καὶ ἡ βαφὴ τῶν χειλέων, ὅταν μάλιστα προσέρχονται στὴ θεία κοινωνία.

Ἄλλα ἄτακτα, τὰ ὁποῖα θὰ μπορούσαμε νὰ ἐπισημάνουμε πρὸς διόρθωση, εἶναι:

1. Ἡ μὴ κοινωνία τῶν βαπτιζομένων βρεφῶν. Βάπτισμα, χρίσμα καὶ θεία εὐχαριστία εἶναι τὸ «τρισσὸν» μυστήριο τῆς μυήσεως τῶν χριστιανῶν. Κανεὶς βαπτιζόμενος καὶ χριόμενος δὲν ἔμενε ἀκοινώνητος στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία. Ἡ θεία κοινωνία ἦταν πάντοτε καὶ πρέπει νὰ εἶναι ἡ σφραγίδα καὶ ἡ τελείωση πάντων τῶν λοιπῶν μυστηρίων. Ἀρχοντικοὶ παλαιοὶ ἱερεῖς, χωρὶς περγαμηνὲς πολλῶν γνώσεων, εἶχαν ἐκ παραδόσεως τὴ σοφία καὶ τηροῦσαν ἀπαρασάλευτα τὴν ἄμεση, μετὰ τὸ βάπτισμα καὶ τὸ χρίσμα, πρώτη κοινωνία τῶν νηπίων τῆς Ἐκκλησίας.

2. Παράλληλο εἶναι καὶ τὸ ζήτημα τῆς μὴ κοινωνίας τῶν βαπτισμένων ἤδη καὶ ἀνηκόντων στὸ εὐχαριστιακὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας βρεφῶν. Τοῦτο προέρχεται εἴτε ἀπὸ τὴν ἀδιαφορία καὶ τὴν ἄγνοια τῆς εὐθύνης ποὺ ἔχουν ἔναντι τῶν πνευματικῶν τους παιδιῶν οἱ ἀνάδοχοι, εἴτε ἀπὸ τὴν ἀμέλεια καὶ τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας τῶν γονέων. Τὸ παράδειγμα γονέων καὶ ἀναδόχων εἶναι καταλυτικὸ γιὰ τὰ παιδιά. Ἡ δὲ στέρηση τῆς συχνῆς μετοχῆς στὴν εὐχαριστία γι᾽ αὐτὰ εἶναι στέρηση ζωῆς καὶ σωτηρίας, χαριτώσεως καὶ πνευματικῆς ἐνδυναμώσεως, ἄκρως ἀπαραίτητης γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν δαιμονικῶν ἐφόδων καὶ μεθοδιῶν στὴν ἀργῶς μεθηλικιούμενη ἐν Χριστῷ ὕπαρξή τους.

3. Ἄλλο πρόβλημα παρουσιάζεται, ὅταν ἡ θεία εὐχαριστία καὶ ἡ μετοχὴ σὲ αὐτὴ ἀντιμετωπίζεται μὲ ἀντιλήψεις δεισιδαιμονικὲς ἢ σχεδὸν μαγικές, προερχόμενες ἀπὸ ὑπερβολὲς ἢ ἀντιλειτουργικὲς παραδόσεις τῆς λαϊκῆς λατρείας. Τὰ μικρὰ παιδιὰ δὲν πείθονται μὲ «χρυσὰ δοντάκια» ἢ «πασχαλίτσες». Χρειάζεται πολὺς κόπος καὶ ὑπομονή, πολὺ προσευχὴ καὶ εὐλάβεια, συχνὴ προσέλευση καὶ ἐπιθυμητὴ πνευματικὴ ἐξοικείωση τῶν παιδιῶν μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ μεταδίδοντος ἱερέως ἀλλὰ καὶ τὴν ὅλη διαδικασία τῆς θείας μεταλήψεως. Διαφορετικὰ θὰ φαίνεται ὅτι τὰ ἀναγκάζουμε κατὰ τὴ βιαία μετάληψή τους πρὸς μία ὑστερίζουσα τραυματικὴ ἐμπειρία.

4. Συγγενὲς μὲ τὸ προηγούμενο εἶναι καὶ τὸ πρόβλημα τῆς ἀδιακρίτου προτροπῆς, ἰδιαίτερα τῶν μανάδων, κατὰ τὶς μεγάλες γιορτές, νὰ κοινωνήσουν τὰ μεγαλύτερα παιδιὰ (ἔφηβοι καὶ νεανίες), «γιὰ τὸ καλὸ τοῦ χρόνου», ἄσχετα ἂν τὸν προηγούμενο καιρὸ ἢ τὶς προηγούμενες ἡμέρες ἁμάρτησαν, ἀκόμη τυχὸν καὶ θανασίμως. Αὐτὴ ὅμως, ἡ δίχως συναίσθηση, ἡ δίχως μετάνοια καὶ ἐξομολογητικὴ προκάθαρση προσέλευση στὰ πανάχραντα μυστήρια ἀντὶ ζωῆς προξενεῖ θάνατο πνευματικό, ἀντὶ σωτηρίας «κρῖμα ἢ κατάκριμα». Τὸ συνετότερο θὰ ἦταν ἡ μὲ ἀγάπη καὶ διάκριση προτροπὴ πρὸς μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση καὶ ἡ ἐν φόβῳ Θεοῦ ἀποχὴ τῆς ἀναξίας τυχὸν μεταλήψεως, ἐξαιτίας βαρέων καὶ ὁλοκληρωμένων νεανικῶν παραπτωμάτων.

5. Ἄλλοι προβληματισμοὶ τίθενται ἐπίσης ἀπὸ ὀλιγοπίστους καὶ φοβικοὺς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι πάσχουν ἀπὸ «μικροβιοφοβία» ἢ «συγχαίνονται» τὴν κοινὴ λαβίδα τῆς μεταδόσεως τῆς κοινωνίας, γιὰ τὴν ὁποία θεωροῦν ὅτι μπορεῖ νὰ μεταδώσει ἀσθένειες. Μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ κατανόηση, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀντιμετωπισθοῦν καὶ αὐτοὶ οἱ ἀδελφοί μας, ὄχι μὲ τὴ χρήση «λογικῶν» ἐπιχειρημάτων, ἀλλὰ μὲ τὴν προβολὴ τῆς δυνάμεως τῆς πίστεώς μας καὶ πρὸ πάντων μὲ τὴν ὁλόθυμη βεβαίωση τῆς ψυχῆς μας ὅτι τὸ ἅγιο ποτήριο εἶναι ὁ Χριστὸς – ἡ ζωὴ – ὁ παράδεισος. Ὁ Χριστός, ὡς ζωὴ καὶ παράδεισος, εἶναι ἀδύνατον νὰ μεταδώσει ἀσθένεια ἢ θάνατο. Ἡ μετοχὴ στὸ κοινό μας ἅγιο ποτήριο, στὸ σῶμα καὶ στὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, χαρίζει στὸ διηνεκὲς «ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον», φῶς, χάρη, δύναμη, θεραπεία, ἄφεση, ἁγιασμό, σωτηρία. Μικρὴ πρακτικὴ οἰκονομία μπορεῖ νὰ κάμει ὁ ἐφημέριος ἀφήνοντας διακριτικὰ τῆς μεταδόσεως τῆς θείας κοινωνίας νὰ προηγηθοῦν τὰ νήπια τῆς Ἐκκλησίας.

6. Ἀκροτελεύτιο ζήτημα ποὺ ἀφορᾶ περισσότερο τοὺς ἱερεῖς εἶναι ἡ ἐπιλογὴ τοῦ χρόνου μεταδόσεως. Ἡ θεία λειτουργία τελεῖται, κατὰ τὴ συγκροτούμενη εὐχαριστιακὴ σύναξη, γιὰ νὰ κοινωνήσουν οἱ μή, καθ᾽ οἱονδήποτε τρόπο, κωλυόμενοι πιστοί. Μὲ ἀπόλυτη τάξη καὶ εὐπρέπεια, εἶναι ἀνάγκη νὰ μεταδίδεται ἡ θεία κοινωνία, ὅσοι καὶ ἂν εἶναι οἱ κοινωνοῦντες, τὶς Κυριακὲς ἰδιαίτερα ἢ τὶς μεγάλες γιορτές. Εἶναι τελείως ἀπαράδεκτο καὶ ἀδικαιολόγητο, ἀνατρεπτικὸ καὶ καταλυτικὸ τῆς σεβασμίας παραδόσεως, νὰ συνεχίζονται τὰ ἐπίλοιπα τῆς θείας λειτουργίας, μέχρι τὴν ἀπόλυση, ἐνῶ ἀκόμη δὲν ἔχει ὁλοκληρωθεῖ ἡ μετάδοση τῶν τιμίων δώρων σὲ ὅλους τοὺς μεταλαμβάνοντες πιστούς. Ὁ δάσκαλός μας καὶ μακαριστὸς ἤδη καθηγητὴς τῆς Λειτουργικῆς Ἰωάννης Φουντούλης τὴ σοβαρὴ αὐτὴ ἀταξία τὴν ἀποκαλοῦσε «ἱεροσυλία». «Γιατὶ περὶ αὐτοῦ πρόκειται», ἔλεγε. «Ἡ θεία μετάληψη εἶναι ἡ ἐξατομίκευση τῆς ὅλης εὐχαριστίας. Ὕψιστη στιγμὴ γιὰ τὸν κάθε πιστὸ καὶ γιὰ ὅλη τὴν Ἐκκλησία, ποὺ τροφοδοτεῖται μὲ τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς καὶ τὸ ποτήριο τοῦ σωτηρίου»[96].

Ἡ θεία κοινωνία εἶναι τὸ ἔργο ὄχι τὸ πάρεργο. Εἶναι ἀκατανόητο ὁ Χριστὸς νὰ παραπέμπεται στὰ παραπόρτια τοῦ ἱεροῦ καὶ στὴν ὡραία πύλη νὰ διαβάζονται ἀνακοινώσεις ἢ νὰ τελοῦνται μνημόσυνα καὶ δοξολογίες!



[1] 1. Ἐπιτομή, εἴτε Συλλογὴ τῶν θείων τῆς πίστεως δογμάτων, Λειψία 1806, σσ. 359-374.

[2] 2. Ὁμολογία πίστεως, ἤτοι ἀπολογία δικαιοτάτη, Βενετία 1819, σσ. 76-89.

[3] 3. Βλ. Κ. Μαναφη, «Ἀθανασίου τοῦ Παρίου ἀνέκδοτος Ἐπιστολὴ ἀντιῤῥητικὴ γενομένη πρὸς τὴν παρά τινων περὶ τοῦ Κυριακοῦ σώματος κακοδοξίαν», στὸ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος. Πρακτικὰ Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου (Πάρος 29 Σεπτεμβρίου - 4 Ὀκτωβρίου 1998), Πάρος 2000, σσ. 207-244.

[4] 4. Βλ. Νικολαου Καβασιλα, Εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν, ΛΘ΄, 1. ΕΠΕ. Φιλοκαλία 22, σ. 190.

[5] 5. Ιγνατιου Αντιοχειασ, Σμυρναίοις VΙΙ, βλ. στοῦ Β. Μουστακη, Οἱ ἀποστολικοὶ πατέρες, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1953, σ. 210: «Εὐχαριστίας καὶ προσευχῆς ἀπέχονται, διὰ τὸ μὴ ὁμολογεῖν τὴν εὐχαριστίαν σάρκα εἶναι τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ἐπίσης Διδαχὴ ΙΧ, ὅπ.π., σ. 18: «μηδεὶς δὲ φαγέτω μηδὲ πιέτω ἀπὸ τῆς εὐχαριστίας ὑμῶν, ἀλλ’ οἱ βαπτισθέντες εἰς ὄνομα Κυρίου». Βλ. καὶ Ειρηναιου Λυωνοσ, Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, βιβλίον 5. PG 7, 1127 A-B: «καὶ προσλαμβανόμενα τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ εὐχαριστία γίνεται, ὅπερ ἐστὶ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ». Ιουστινου, Ἀπολογία Α΄, 66. ΡG 6, 428Β: «καὶ ἡ τροφὴ αὕτη καλεῖται παρ’ ἡμῖν εὐχαριστία», ὅπου οἰκειοῦται κατὰ χάριν ὁ «Θεὸς θεοῖς ἑνούμενος καὶ γνωριζόμενος», κατὰ τὸν Γρηγοριο Θεολογο. PG 36, 317C.

[6] 6. Πρβλ. Ματθ. κϚ΄ 26-29. Μάρκ. ιδ΄ 22-25. Λουκ. κβ΄ 15-20. Ἰωάν. Ϛ΄ 47-58. Α΄ Κορ. ια΄
23-26.

[7] 7. Αμβροσιου Σταυρινου (Μητροπ. πρώην Καισαρείας), Αἱ ἀρχαιό-ταται καὶ αἱ σύγχρονοι λειτουργίαι τῶν κυριωτέρων τοῦ Χριστοῦ Ἐκ-κλησιῶν [Λειτουργικὰ Βλατάδων, 4], ἐπιμελείᾳ Αρχιμ. Νικοδημου Σκρεττα, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 32 ἑξ. Βλ. καὶ Χ. Ανδρουτσου, Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 21956, σσ. 344-376. Π. Ν. Τρεμπελα, Δογματική, τ. Γ΄, ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 21979, σσ. 142-238. Ν. Ματσουκα, Δογματικὴ καὶ συμβολικὴ θεολογία Β΄. Ἔκθεση τῆς ὀρθόδοξης πίστης [Φιλοσοφικὴ καὶ Θεολογικὴ Βιβλιοθήκη, ἀριθ. 3], ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 484-489. Ἐνδιαφέρουσες σχετικὲς ἱστορικολειτουργικὲς καὶ ἱστορικοδογματικὲς ἀναλύσεις βλ. στὴ διδακτορικὴ διατριβὴ τοῦ Ευαγγ. Ζουμα, Οἱ θεολογικὲς προϋποθέσεις τῆς εὐχαριστιακῆς ἐπικλήσεως, Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 50-60. Βλ. καὶ τὴν ἀξιόλογη ἐργασία τοῦ ἀρχιμ. Χριστοφορου Σταυροπουλου, Ἡ θεία Εὐχαριστία. Μυστήριο Μυστηρίων, ἐκδ. «Ἀποστολικῆς Διακονίας», Ἀθήνα 1994. Ἐπίσης βλ. Ι. Καρμιρη, «Εὐχαριστία Θεία», στὴν ΘΗΕ, τ. 5, στ. 1119-1131.

[8] 8. Βλ. Νικοδημου Αγιορειτου, Χρηστοήθεια τῶν Χριστια-νῶν, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου (φωτοαναστατικὴ τῆς ὑπὸ Σωτηρίου Ν. Σχοινᾶ γενομένης τετάρτης ἐκδόσεως), Θεσσαλονίκη 1974, σσ. 110β, 293α-β, 299α, 303α, 306α, 310α, 316α. Βλ. καὶ Νικοδημου Σκρεττα (Ἀρχιμ.), Ἡ θεία εὐχαριστία καὶ τὰ προνόμια τῆς Κυριακῆς κατὰ τὴ διδασκαλία τῶν Κολλυβάδων [Σειρά: Κανονικὰ καὶ Λειτουργικὰ 7], ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 32008, σ. 51.

[9] 9. Βλ. Νικοδημου Σκρεττα, ὅπ.π., σσ. 53-89, ὅπου ἐκτενὴς ἐξιδιασμέ-νη ἀναφορὰ καὶ ἀνάλυση θεολογικὴ καὶ λειτουργικὴ πάνω σὲ χαρακτηριστικὰ παραδείγματα αἱρετικῶν εὐχαριστιακῶν παρατροπῶν, ὅπως τὰ ἄζυμα τῶν Λατίνων καὶ Ἀρμενίων, ὁ ἄκρατος οἶνος τῶν Ἀρμενίων, ὁ κυκλοτερὴς ἄζυμος ἀμνὸς τῶν Δυτικῶν, ὁ ὅρος «μετουσίωσις» ἀντὶ «μεταβολὴ» γιὰ τὸν ἁγιασμὸ τῶν δώρων, ἡ ὥρα τῆς μεταβολῆς τῶν εὐχαριστιακῶν εἰδῶν, ἡ διὰ ἀκρίτων προσθέσεων παραφθορὰ τῶν λειτουργικῶν εὐχῶν, ἡ ἀνακίνηση τοῦ ζητήματος περὶ τοῦ φθαρτοῦ ἢ ἀφθάρτου τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ στὴν κοινωνία, τὸ ζήτημα ἂν ὅλος ὁ Χριστὸς εἶναι καὶ στὸν ἐλάχιστο μαργαρίτη καὶ στὴν ἐλάχιστη ρανίδα κ.λπ.

[10] 10. Βλ. Συμεων Θεσσαλονικησ, Ἑρμηνεία, πη΄. PG 155, 737D. Βλ. ἐπίσης στὸ ἴδιο, στ. 733C-736D: Ὅπως διὰ τῆς ὑπὸ τοῦ ἱερέως ἁγιοπνευματικῆς ἐπικλήσεως τελειοῦνται πάντα τὰ ἄλλα μυστήρια πρὸς ἁγιασμὸ τῶν πιστῶν, «οὕτω καὶ τὸ γενέσθαι τὸν ἄρτον καὶ τὸ ποτήριον σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ἀπὸ τῶν ἱερατικῶν πιστεύομεν σαφῶς ἐνεργεῖσθαι εὐχῶν καὶ τελειοῦσθαι τῇ τοῦ σταυροῦ σφραγῖδι καὶ τῇ ἐπικλήσει τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τῶν Κυριακῶν φωνῶν, τὸ Λάβετε, φάγετε καὶ πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες καὶ Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν, τοῖς ἀποστόλοις καὶ τοῖς τῆς χάριτος αὐτῶν διαδόχοις ἅπαξ τοῦτο παρασχουσῶν, δύνασθαι διὰ τῶν εὐχῶν ἐνεργεῖν». Βλ. καὶ στὸ ἴδιο, ΡG 155, 740Α: «Ταῦτα γὰρ πάντα διὰ τῶν ἱερατικῶν εὐχῶν ἐνεργεῖται». Βλ. καὶ Νικολαου Καβασιλα, Εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν, Λ΄. ΕΠΕ. Φιλοκαλία 22, σσ. 146-156, ὅπου πολλὰ σχετικὰ καὶ σημαντικά.

[11] 11. Βλ. Αθανασιου Παριου, Ἐπιτομή …, ὅπ.π., σ. 370. Βλ. καὶ Νικοδημου Αγιορειτου, Ἑρμηνεία εἰς τὰς ΙΔ΄ Ἐπιστολὰς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τ. Α΄, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη» Θεσσαλονίκη 31989, σ. 563, σημ. 231.

[12] 12. Βλ. Νικοδημου Αγιορειτου, Συναξαριστὴς …, τ. 2, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1981, σ. 74. Καὶ στὸ ἴδιο, τ. 3, Θεσσαλονίκη 1982, σσ. 84 καὶ 151.

[13] 13. Νικοδημου Αγιορειτου, ὅπ.π., τ. 1, σ. 309: «Καὶ σμίξαντες τὸ μαρτυρικὸν αὐτοῦ αἷμα μὲ τὸ μυστικὸν καὶ θεῖον αἷμα τοῦ Κυρίου, παρέπεμψαν αὐτόν, χωρὶς νὰ θέλουν, θυσίαν εἰς τὸν Θεόν». Δηλαδὴ ἡ θυσία τῶν μαρτύρων καὶ ἡ ἔκχυση τοῦ αἵματός των λογίζεται ὡς μίμηση τῆς θυσίας τοῦ ἀμώμου ἀμνοῦ καὶ νικητικὸς στέφανός τους.

[14] 14. Βλ. ὅπ.π., σ. 317.

[15] 15. Πρβλ. Ἑβρ. ιβ΄ 2. β΄ 10. Πράξ. γ΄ 15. ε΄ 31.

[16] 16. Διάλογος, κεφ. ΞΗ΄. PG 155, 233C.

[17] 17. Διάλογος, κεφ. ϚΘ΄. PG 155, 300B.

[18] 18. Bλ. Nικοδημου Σκρεττα, ὅπ.π., σσ. 95-136.

[19] 19. Περὶ αὐτῶν βλ. ἀναλυτικὰ στὴ μελέτη τοῦ Ξ. Παπαχαραλαμπουσ, «Ὅροι καὶ προϋποθέσεις διὰ τὴν συμμετοχὴν εἰς τὴν θείαν εὐχαριστίαν, ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου», στὴν ΕΕΘΣΠΑ. Τιμητικὸν ἀφιέρωμα εἰς Βασίλειον Λ. Δεντάκην, τ. ΚΗ΄ (1989), σσ. 663-718. Καὶ ΕΕΘΣΠΑ. Τιμητικὸν ἀφιέρωμα εἰς Σάββαν Χρ. Ἀγουρίδην, τ. ΚΘ΄ (1994), σσ. 405-447. Βλ. καὶ Νικοδημου Σκρεττα, ὅπ.π., σσ. 95-96.

[20] 20. Γιὰ τὴ δύναμη τῆς μετανοίας βλ. Θεοδωρου Μοψουεστιασ, Εἰς τὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους, κεφ. ΙΑ΄, στίχ. λδ΄. PG 66, 889D. Iσιδωρου Πηλουσιωτου, Ἐπιστολὴ ΙΔ΄. Θεοκτίστῳ. PG 78, 741. Αναστασιου ΣιναΪτου, Λόγος περὶ τῆς ἁγίας συνάξεως. PG 89, 829 καὶ 848. Φωτιου Κωνσταντινουπολεωσ, Εἰς Ἀμφιλόχιον. Ἐρώτησις ΟΓ΄. PG 101, 456. Νεοφυτου Καυσοκαλυβιτου, Περὶ τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως (εἰσαγωγὴ-κείμενον ἀνέκδοτον-σχόλια ὑπὸ Θεοδωρητου Μοναχου Αγιορειτου), ἐκδ. Τῆνος, Ἀθῆναι χ.χ., σσ. 59, 69, 105, 110. Νικοδημου Αγιορειτου, Ἀόρατος πόλεμος, ἐκδ. «Φῶς», Ἀθῆναι 1977, σ. 196.

[21] 21. Βλ. Νικοδημου Σκρεττα, ὅπ.π., σ. 102.

[22] 22. Νικοδημου Αγιορειτου, Ἀόρατος πόλεμος, ὅπ.π., σ. 196.

[23] 23. Ὅπ.π., σσ. 196-197.

[24] 24. Γιὰ τὴν εὐλάβεια, τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν πόθο μετοχῆς ὡς προϋ-ποθέσεις εὐχαριστιακῆς προσελεύσεως βλ. καὶ Συμεων Θεσσαλονικησ, Ἑρμηνεία Ϛθ΄. PG 155, 744D-745B.

[25] 25. Βλ. Θεοδωρου Στουδιτου, Ἔργα 2, Μικρὰ Κατήχησις, (ἐπιμελείᾳ Νικοδημου Σκρεττα, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1984, Κατήχησις ΝΘ΄ (59), σ. 159. Ἐπίσης Κατήχησις ΞΖ΄ (67), ὅπ.π., σ. 176, ὅπου λέγει ὅτι τὸ διὰ τῆς μεταλήψεως «καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἐπιτελούμενον πάσχα» τὸ καθιστοῦν δυνατὸ «ὁ καθαρισμὸς τῶν ἁμαρτιῶν, ὁ συντριμμὸς τῆς καρδίας, τὸ τῆς κατανύξεως δάκρυον, τὸ τοῦ συνειδότος καθαρόν». Βλ. καὶ Ιωαννου Χρυσοστομου, Εἰς τὸν μακάριον Φιλογόνιον. Λόγος Ϛ΄. PG 48, 755: «Νῦν δὲ εἰς τοσοῦτο ἀνοίας καὶ καταφρονήσεως πολλοὶ τῶν πιστῶν ἐληλάκασιν, ὡς καὶ μυρίων γέμοντες κακῶν καὶ μηδεμίαν ὅλως ἑαυτῶν ἐπιμέλειαν ποιούμενοι, ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχεν ἐν ταῖς ἑορταῖς τῇ τραπέζῃ ταύτῃ προσέρχονται, οὐκ εἰδότες ὅτι καιρὸς κοινωνίας οὐχ ἑορτὴ καὶ πανήγυρις, ἀλλὰ συνειδὸς καθαρὸν καὶ βίος ἐγκλημάτων ἀπηλλαγμένος». Βλ. καὶ Του Ιδιου, Ὁμιλία Ϛ΄. Περὶ νηστείας. PG 49, 322: «ἔνδον ἐν τῷ συνειδότι, μηδενὸς παρόντος πλὴν τοῦ τὰ πάντα ὁρῶντος Θεοῦ, ποιοῦ τὴν κρίσιν καὶ τῶν ἁμαρτημάτων τὴν ἐξέτασιν· καὶ πάντα τὸν βίον ἀναλογιζόμενος ὑπὸ τοῦ νοῦ τὸ κριτήριον ἄγε τὰ ἁμαρτήματα· διόρθου τὰ πλημμελήματα καὶ οὕτω, μετὰ καθαροῦ τοῦ συνειδότος, τῆς ἱερᾶς ἅπτου τραπέζης καὶ τῆς ἁγίας μέτεχε θυσίας». Του Ιδιου, Ὁμιλία Α΄. Εἰς τὴν ἁγίαν Πεντηκοστήν. PG 50, 455: «Οὐ καιρὸς ποιεῖ ἑορτήν, ἀλλὰ συνειδὸς καθαρόν· ἑορτὴ γὰρ οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν, ἀλλ’ ἢ εὐφροσύνη· εὐφροσύνην δὲ πνευματικὴν καὶ νοερὰν οὐδὲν ἄλλο ποιεῖ, ἀλλ’ ἢ συνειδὸς πράξεων ἀγαθῶν· ὁ δὲ συνειδὸς ἔχων ἀγαθὸν καὶ πράξεις τοιαύτας ἀεὶ ἑορτάζειν δύναται». Καὶ Εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους. Ὁμιλία ΙΖ΄. PG 63, 131-132: «Τί οὖν; τίνας ἀποδεξόμεθα; (στὴ μετάληψη ἐννοεῖται) … Οὔτε τοὺς ἅπαξ, οὔτε τοὺς πολλάκις, οὔτε τοὺς ὀλιγάκις, ἀλλὰ τοὺς μετὰ καθαροῦ συνειδότος, τοὺς μετὰ καθαρᾶς καρδίας, τοὺς μετὰ βίου ἀλήπτου». Βλ. καὶ Νεοφυτου Καυσοκαλυβιτου, Περὶ τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως (εἰσαγωγὴ – κείμενον ἀνέκδοτον – σχόλια ὑπὸ Θεοδωρητου Μοναχου Αγιορειτου), ἐκδ. Τῆνος, Ἀθῆναι χ.χ., σ. 47: «Οὐδὲ γὰρ οὐδ’ αὐτὸς ὁ θεῖος Χρυσόστομος … διδάσκων, τελείου καὶ ἀτελοῦς διαφορὰν εἰσάγει, ἀλλὰ μόνον κεκαθαρμένου ἢ καθαιρομένου τὴν συνείδησιν». Γενικὰ γιὰ τὴν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καθαρότητα τῆς συνειδήσεως βλ. Β. Τσακωνα, Ἡ περὶ συνειδήσεως διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἐν Ἀθήναις 1968, σσ. 99-102. Νικοδημου Σκρεττα, Ἡ συνείδηση. Σχέδιο διδασκαλίας μαθήματος Θρησκευτικῶν (Διορθωμένο, βελτιωμένο καὶ ἀνατυπωμένο κείμενο ἀπὸ τὸ περιοδικὸ τῆς Π.Ε.Θ. Κοινωνία ΛΔ΄, τεῦχ. 2, Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 1991, σσ. 168-178), Θεσσαλονίκη 1992.

[26] 26. Βλ. ἐνδεικτικὰ Πηδάλιον τῆς νοητῆς Νηὸς τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 71970, σσ. 550-551, 547-549. Βλ. καὶ Αναστασιου ΣιναΪτου, Ἐρωτήσεις καὶ ἀποκρίσεις Η΄. Ἐκ πόσων τρόπων ἡ πορνεία καὶ οἱ ἐνυπνιασμοὶ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ γίνονται; PG 89, 389-409. Aθανασιου Aλεξανδρειασ, Kανονικὴ ἐπιστολὴ πρὸς Ἀμμοῦν μονάζοντα, στὸ Πηδάλιον, ὅπ.π., σσ. 576-577. Συμεων Θεσσαλονικησ, Ἀποκρίσεις πρὸς τὸν Πενταπόλεως Γαβριὴλ ΙΔ΄ καὶ ΙΕ΄. PG 155, 865B. Bασιλειου Kαισαρειασ, Ὅροι κατ’ ἐπιτομὴν ΤΘ΄. ΕΠΕ 9, σ. 388.

[27] 27. Βλ. Γ. Ραλλη-Μ. Ποτλη, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων, Ἀθήνησιν 1852 (ἀνατ. 1966), τ. Δ΄, σσ. 456-457.

[28] 28. Βλ. Πηδάλιον τῆς νοητῆς Νηὸς τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 71970, σ. 230, ὑποσημ. 1.

[29] 29. Βλ. Νικοδημου Σκρεττα, ὅπ.π., σσ. 132-133.

[30] 30. Πρβλ. Ρωμ. α΄ 26.

[31] 31. Βλ. Πηδάλιον, σσ. 243-245, 487 καὶ 491, ὅπου οἱ σχετικὲς προβλέψεις τοῦ κθ΄ κανόνα τῆς Ϛ΄ Οἰκουμενικῆς καὶ τῶν μα΄, μζ΄ τῆς ἐν Καρθαγένῃ. Βλ. καὶ Τ. Θεμελη, «Ἡ πρὸ τῆς θείας κοινωνίας νηστεία», Νέα Σιὼν 9 (1909), σσ. 138-139.

[32] 32. Βλ. Θ. Ξ. Γιαγκου, «Ἡ κανονικὴ παράδοση περὶ τῆς θείας λειτουργίας», στὸ Κανόνες καὶ Λατρεία [Κανονικὰ καὶ Λειτουργικὰ 1], ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 22006, σ. 350. Βλ. καὶ Ι. Μ. Φουντουλη, Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικὰς Ἀπορίας (= ΑΛΑ), τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 121. ΑΛΑ, τ. Γ΄, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 56.

[33] 33. Βλ. Πηδάλιον, σσ. 245 καὶ 674.

[34] 34. Βλ. Ι. Μ. Φουντουλη, ΑΛΑ, τ. Α΄, σ. 119 ἑξ., καὶ τ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 153 ἑξ. Θεοδωρητου Μοναχου Αγιορειτου, Ἡ εὐχαριστιακὴ συμμετοχὴ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει, Ἅγιον Ὄρος - Ἀθῆ-ναι 1972, σ. 164, ὑποσημ. 123, καὶ σ. 185. Βλ. καὶ Νεοφυτου Καυσοκαλυβιτου, Ἐπιτομὴ Ἱερῶν Κανόνων, ἐπιμελείᾳ Θεοδωρητου Ιερομοναχου Αγιορειτου (Ἀπάνθισμα, τ. Α΄), ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 2002, σ. 131.

[35] 35. Βλ. Θ. Ξ. Γιαγκου, «Τὸ Πηδάλιον σὲ σχέση μὲ παλαιότερες νομοκανονικὲς συλλογές», στὸ Κανόνες καὶ Λατρεία, ὅπ.π., σ. 177. Καὶ «Ἡ κανονικὴ παράδοση περὶ τῆς θείας λειτουργίας», ὅπ.π., σσ. 351-353.

[36] 36. Bλ. P. Gautier, «Le typicon de la Théotokos Évergétis», στὸ Revue des Études Byzantines 40 (1982), σσ. 5-101.

[37] 37. Θ. Ξ. Γιαγκου, ὅπ.π., σσ. 177-178. Γιὰ τὴν ἀρχαία νηστεία τῶν δύο ἡμερῶν, βλ. Διδαχὴ 8, 1. ΒΕΠΕΣ, τ. 2, σσ. 217-218.

[38] 38. Θ. Ξ. Γιαγκου, ὅπ.π., σ. 178, ὅπου καὶ βιβλιογραφικὲς ἀναφορές.

[39] 39. Ὅπ.π., σ. 351. Βλ. καὶ Ιωαννου Φουρνη, Λόγος περὶ τῆς ὑπαλλαγῆς τῆς μεταλήψεως τῶν ἁγιασμάτων τοῦ Χριστοῦ, στοῦ Γ. Θεοδωρουδη, Ἰωάννης Φουρνῆς καὶ αἱ θεολογικαὶ ἀντιλήψεις αὐτοῦ, Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 77-84. Τὸ παραπάνω κείμενο τοῦ Φουρνῆ ἐσφαλμένα ἀποδόθηκε στὸν Μιχαὴλ Ὀξείτη ἀπὸ τὸν Μ. Γεδεων, Ἀρχεῖον Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, τ. Α΄, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1911, σσ. 36-42. Bλ. Allatius, De Ecclesiae Occidentalis atque Orientalis perpetua consensione, Κολωνία 1648, σσ. 1153-1156 (= ἀναστατικὴ 1970, Cregg International Publishers Limited, whith an introduction by Kallistos Timothy Ware). Βλ. καὶ Κ. Πιτσακη, «<Κωνσταντίνου Ἀρμενοπούλου> ἀνέκδοτη “πραγματεία” περὶ νηστειῶν», στὴν Ἐπετηρίδα Κέντρου Ἐρεύνης τῆς Ἱστορίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Δικαίου 18 (1971), σ. 238. Σεβαστου Κυμινητου, Κανονικαὶ ἀποκρίσεις, στοῦ Μ. Γεδεων, ὅπ.π., σσ. 307-311.

[40] 40. Βλ. Κυριακοδρόμιον Εὐαγγελίων, Ὁμιλία εἰς τὴν Δ΄ Κυριακὴν τοῦ Ματθαίου, Μόσχα 1796, σσ. 181β καὶ 184β. Βλ. καὶ στοῦ Θ. Γιαγκου, «Σχέσεις τοῦ Ἀθωνικοῦ καὶ Θρακικοῦ μοναχισμοῦ. Κανονικολειτουργικὰ θέματα», στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ Θράκη [Παράρτημα Θρακικῆς Ἐπετηρίδας, 5], ἔκδ. Μορφωτικοῦ Ὁμίλου Κομοτηνῆς - Κέντρου Θρακικῶν Μελετῶν, Κομοτηνὴ 2001, σσ. 84-85, ὅπου παρατίθεται κείμενο ἀπὸ νεότερο ἀθωνικὸ Τυπικὸ τῆς μονῆς Φιλοθέου (ιθ΄ αἰ.) ποὺ ἐκφράζει χαρακτηριστικὰ τὸ τυποποιητικὸ γιὰ τὰ εὐχαριστιακὰ ζητήματα πνεῦμα τῆς Τουρκοκρατίας.

[41] 41. Βλ. Νικηφορου Θεοτοκη, ὅπ.π., σ. 181. Βλ. καὶ Νικοδημου Αγιορειτου, Πηδάλιον, σ. 230, ὑποσημ. 1, στήλη β: «Ἐντεῦθεν συμπεραίνομεν ἐκ τοῦ μείζονος τὸ ἔλαττον, ὅτι, ἂν ᾖναι ἀρκετὴ εἰς ἑτοιμασίαν τῆς θείας κοινωνίας ἡ τριήμερος ἀποχὴ τῆς σαρκικῆς μίξεως, πολλῷ μᾶλλον εἶναι ἀρκετὴ εἰς αὐτὴν ἡ τριήμερος νηστεία. Καὶ μ’ ὅλον ὁποὺ ἀπὸ τοὺς θείους κανόνας νηστεία πρὸ τῆς μεταλήψεως οὐ διορίζεται· οἱ δυνάμενοι δὲ νηστεύειν πρὸ αὐτῆς καὶ ὁλόκληρον ἑβδομάδα καλῶς ποιοῦσιν».

[42] 42. Νικηφορου Θεοτοκη, Λόγοι εἰς τὴν ἁγίαν καὶ μεγάλην Τεσσαρακοστήν, Εἰς τὴν πέμπτην Κυριακὴν τῶν Νηστειῶν, Λειψία 1766, σ. 55 ἑξ.

[43] 43. Βλ. Νικοδημου Αγιορειτου, Ἀόρατος πόλεμος, ἐκδ. «Φῶς», Ἀθῆναι 1977, σ. 196. Ἑορτοδρόμιον, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 31987, τ. Α΄, σ. 68. Πνευματικὰ Γυμνάσματα, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 71991, σσ. 220-221. Ἐπίσης Νεοφυτου Καυσοκαλυβιτου, Ἐπιτομὴ Ἱερῶν Κανόνων, ὅπ.π., σ. 131.

[44] 44. Βλ. καὶ Αθανασιου Γκικα (Πρωτοπρ.), Προϋποθέσεις καὶ συχνότητα προσελεύσεως στὴ θ. μετάληψη. Ποιμαντικὴ προσέγγιση, ὅπ.π., σσ. 36-39, ὅπου γίνεται ἀναφορὰ σὲ παραχαράξεις τῶν θέσεων τοῦ Συμεὼν Θεσσαλονίκης, ποὺ ἔγιναν στὴν ἔκδοση «Τοῦ Μακαρίου Συμεὼν Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τὰ Ἅπαντα … τύποις δὲ ἐκδοθέντα φιλοτίμῳ δαπάνῃ καὶ φιλοπόνῳ ἐπιστασίᾳ Πολυζώη Λαμπανιτζιώτου τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων, 1791, ἐν Λειψίᾳ τῆς Σαξονίας ´ΑΨϟΑ», γιὰ νὰ ὑποστηριχθεῖ ἡ ἀμάρτυρη στὶς ἐπίσημες πηγὲς τριήμερη προευχαριστιακὴ νηστεία.

[45] 45. Βλ. ὅπου στὶς προηγηθεῖσες ὑποσημειώσεις 68 καὶ 70.

[46] 46. Βλ. Ι. Μ. Φουντουλη, ΑΛΑ, τ. Α΄, ὅπ.π., σ. 122. Βλ. καὶ ΑΛΑ, τ. Β΄, ὅπ.π., σ. 154: «Σκοπός μας πρέπει νὰ εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας, τὸ νὰ ἑλκύσωμε δηλαδὴ τοὺς πιστοὺς πρὸς τὸ μυστήριον τῆς ζωῆς καὶ ὄχι νὰ τοὺς ἀπομακρύνωμε … Ἂν θέλωμε νὰ ἰδοῦμε ἀντικειμενικὰ τὰ πράγματα, πρέπει νὰ ὁμολογήσωμε ὅτι ἡ τριήμερος νηστεία ἀποτελεῖ ἕνα ἀνασταλτικὸ ἐμπόδιο γιὰ τὴν προσέλευσι τῶν πιστῶν στὴν θεία κοινωνία. Ἡ νηστεία δὲν εἶναι εὔκολα δυνατὴ σὲ ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν μέσα στὸν κόσμο καὶ στὴν οἰκογένεια καὶ ἐργάζονται σκληρὰ γιὰ τὸ ψωμί των. Ἐξ ἄλλου οἱ θερμότεροι πιστοὶ ποὺ κοινωνοῦν συχνότερα, καὶ σ’ αὐτὸ πρέπει νὰ κατατείνουν ὅλες μας οἱ προσπάθειες, εἶναι πρακτικῶς ἀδύνατο νὰ νηστεύουν τρεῖς ἡμέρες τὴν ἑβδομάδα ἢ τὸ δεκαπενθήμερο, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς διατεταγμένες ἐκκλησιαστικὲς νηστεῖες, γιὰ νὰ προσέλθουν στὸ μυστήριο. Ὁ πνευματικὸς γνωρίζει τὶς περιπτώσεις τοῦ καθ’ ἑνὸς προσωπικὰ καὶ θὰ ρυθμίζῃ ἀτομικὰ τί πρέπει ἰδιαιτέρως ὁ καθένας νὰ τηρῇ καὶ ἂν τὸ κρίνῃ σκόπιμο νὰ συνδυάζῃ καὶ τὴν νεωτέρα πολυήμερο νηστεία».

[47] 47. Βλ. Νικοδημου Αγιορειτου, Ἑορτοδρόμιον, ὅπ.π., τ. Α΄, σσ. 68-69.

[48] 48. Βλ. Νικοδημου Σκρεττα, ὅπ.π., σ. 157. Τὴ βιβλιογραφία βλ. σ. 613 ἑξ. Τὴ συστηματικὴ καὶ ἐκτενὴ βάσανο τῶν πηγῶν, ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τῆς συχνότητας μετοχῆς στὴ μετάληψη, βλ. στὶς σσ. 158-408.

[49] 49. Νικολαου Μεθωνησ, Πρὸς τοὺς διστάζοντας καὶ λέγοντας ὅτι ὁ ἱερουργούμενος ἄρτος καὶ οἶνος οὐκ ἐστι σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. PG 135, 512B.

[50] 50. Εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν, ΜΓ΄, 10. ΕΠΕ. Φιλοκαλία 22, σ. 202: «Εἰ δέ τις δυνάμενος οὐ προσέλθοι τῇ τραπέζῃ, τοῦτον τοῦ παρ’ αὐτοῖς ἁγιασμοῦ τυχεῖν παντελῶς ἀδύνατον· οὐχ ὅτι οὐ προσῆλθεν ἁπλῶς, ἀλλ’ ὅτι δυνάμενος οὐ προσῆλθε· καὶ διὰ τοῦτο δῆλός ἐστιν ὅτι τῶν ὀφειλομένων ἀγαθῶν τοῖς μυστηρίοις ἔρημον ἔχει τὴν ψυχήν».

[51] 51. Ὅπ.π., ΜΓ΄, 11, σ. 204: «Τίς γὰρ ὁρμὴ καὶ προθυμία περὶ τὴν τράπεζαν παρὰ τῷ δυναμένῳ ῥᾳδίως δραμεῖν ἐπ’ αὐτὴν καὶ μὴ βουλομένῳ; Τίς δὲ πίστις πρὸς Θεὸν παρὰ τῷ μὴ φοβουμένῳ τὴν ἐν τοῖς ῥήμασι τοῦ Κυρίου κειμένην ἀπειλήν, τοῖς τὸ δεῖπνον τοῦτο περιορῶσι; Πῶς δ’ ἂν πιστευθείη φιλεῖν ὅ, λαβεῖν ἐξόν, οὐ λαμβάνει;». Βλ. καὶ ὅπ.π., ΜΖ΄, 7, σ. 220: «καὶ ἡ μετάληψις τῶν ἀγιασμάτων οὐδὲν ὄφελος οἴσει τοῖς πιστοῖς μεταλαμβάνουσι χωρὶς πίστεως».

[52] 52. Ὅπ.π., Ν΄, 13, σ. 236: «Τὸ μὲν γὰρ ἔργον τῆς μυσταγωγίας καὶ τὸ τέλος, ἤτοι τὸ ἁγιασθῆναι τὰ δῶρα καὶ ἁγιάσαι τοὺς πιστούς …».

[53] 53. Ὅπ.π., ΝΔ΄, 1, σ. 256: «Ὁ δὲ ἱερεὺς τοὺς μεταλαβόντας τῶν μυστηρίων ὑπὲρ τῆς μεταλήψεως εὐχαριστῆσαι κελεύει τῷ μεταδόντι Θεῷ». Bλ. καὶ Ι. Μ. Φουντουλη, ΑΛΑ, τ. Δ΄, σσ. 26-27, ὅπου καὶ ἄλλες σημαντικὲς σχετικὲς πατερικὲς μαρτυρίες.

[54] 54. Βλ. Συμεων Θεσσαλονικησ, Διάλογος, κεφ. ϞΗ΄. PG 155, 296B καὶ C.

[55] 55. Βλ. σχετικὸ ἀποθησαύρισμα στοῦ Νικοδημου Σκρεττα, ὅπ.π., σσ. 243-249.

[56] 56. Μεθοδιου Παταρων (Ολυμπου), Συμπόσιον δέκα παρθένων. PG 18, 208C-213B (= ΒEΠEΣ 18, 86-90).

[57] 57. Πρβλ. Φιλιππ. Α΄ 21.

[58] 58. Βλ. Ἔργα 1, Μεγάλη Κατήχησις, Θεσσαλονίκη 1987, Κατήχησις ΙΖ΄, σσ. 86-87. «ἔστω καθ’ ἑκάστην ἡμέραν δακρυρροῶν, εἰ δ’ οὖν ἀλλ’ ἐν καιρῷ τῆς μεταλήψεως» (σ. 86). «Εἰσὶν ἕτεροι, οἱ μήποτε τὴν ἁγίαν μετάληψιν λαμβάνοντες, εἰ μὴ πρότερον χέωσιν τὸ τῶν βλεφάρων ὕδωρ» (σ. 87).

[59] 59. Βλ. ἐνδεικτικὰ χφ. Ξηροποτάμου 91, ιε΄-ιϚ΄ αἰ., σ. 103, καὶ Θ. Παπαδοπουλου, «Κυπριακὰ Νόμιμα», στὸ Μελέται καὶ ὑπομνήματα Ι, Λευκωσία 1984, σ. 107: «Ἰστέον δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι ὀφείλουσιν οἱ ὀρθῶς βιοῦντες καὶ τὰς τετραδοπαρασκευὰς φυλάττοντες ὅλου τοῦ χρόνου, ἵνα μεταλαμβάνωσι τῶν ἀχράντων μυστηρίων τῷ μεγάλῳ Πάσχᾳ, τῶν Χριστουγέννων καὶ τῆς Θεοτόκου, ἐὰν καὶ ταύτας τὰς νηστείας φυλάττουσι, δηλονότι ὅσοι εἰσὶν ἄξιοι καὶ ἔξω ἀπὸ κανόνος».

[60] 60. Βλ. Θ. Γιαγκου, Κανόνες καὶ Λατρεία, ὅπ.π., σ. 178. Του Ιδιου, Νίκων ὁ Μαυρορείτης. Βίος - Συγγραφικὸν ἔργο - Κανονικὴ διδασκαλία, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 266.

[61] 61. Βλ. Θ. Γιαγκου, Κανόνες καὶ Λατρεία, ὅπ.π., σ. 178. Περισσότερα καὶ ἀναλυτικότερα γιὰ τὸ ζήτημα αὐτὸ βλ. Στου Ιδιου, «Σχέσεις τοῦ Ἀθωνικοῦ καὶ Θρακικοῦ μοναχισμοῦ. Κανονικολειτουργικὰ θέματα», ὅπ.π., σσ. 81-89.

[62] 62. Βλ. Ἔργα 1. Μεγάλη Κατήχησις, βιβλ. Β΄, κατ. ΟΗ΄ (78), ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη» (ἐπιμελείᾳ Νικοδημου Σκρεττα), Θεσσαλονίκη 1987, σ. 296.

[63] 63. Ἐκτενὴ σχόλια γιὰ τὰ συγγράμματα αὐτὰ βλ. Νικοδημου Σκρεττα, Ἡ θεία εὐχαριστία, ὅπ.π., σσ. 315-318. Ἰδιαίτερα, γιὰ τὰ Περὶ τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως Κολλυβαδικὰ συγγράμματα, φιλολογικοὺς καὶ γραμματολογικοὺς προβληματισμοὺς καταγράφουμε καὶ κωδικοποιοῦμε στὴν εἰσήγησή μας στὸ ἐπετειακὸ συνέδριο τῆς «Ἁγιορειτικῆς Ἑστίας», γιὰ τὰ 200 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, μὲ τίτλο «Πατρότητα καὶ διδασκαλία τῶν “Περὶ τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως” Κολλυβαδικῶν ἔργων», στὰ ὑπὸ ἔκδοσιν πρακτικὰ τοῦ ὁποίου ὁ βουλόμενος μπορεῖ νὰ ἀνατρέξει, γιὰ περισσότερες καὶ ἐξιδιασμένες πληροφορίες.

[64] 64. Βλ. Θεοδωρου Στουδιτου, Ἔργα 1, Μεγάλη Κατήχησις. ΟΗ΄, ὅπ.π., σ. 296.

[65] 65. Νικοδημου Αγιορειτου, Περὶ τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως, ὅπ.π., σ. 49.

[66] 66. Ὅπ.π., σσ. 64-65.

[67] 67. Ὅπ.π., σσ. 65-66.

[68] 68. Βλ. ὅπ.π., σ. 70.

[69] 69. Νικοδημου Αγιορειτου, Ἀόρατος πόλεμος, ὅπ.π., σσ. 200-201.

[70] 70. Ὅπ.π., σσ. 204-205.

[71] 71. Ὅπ.π., σ. 204.

[72] 72. Βλ. Νικοδημου Αγιορειτου, Χρηστοήθεια τῶν Χριστια-νῶν, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 293 α-β.

[73] 73. Βλ. Πηδάλιον, σ. 238. Βλ. παράλληλη ἀναφορὰ στὴ σ. 640, στὸν ϟ΄ κανόνα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

[74] 74. Ὅπ.π., σ. 239. Βλ. καὶ τὸν κγ΄ κανόνα τῆς ἐν Τρούλλῳ Ϛ΄ Οἰκουμενι-κῆς Συνόδου, ὅπ.π., σ. 238.

[75] 75. Ὅπ.π., σ. 243. Γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς δὲν μπορεῖ κανεὶς λαϊκὸς αὐθαιρέτως ἀπὸ μόνος του νὰ μεταλαμβάνει τὰ θεῖα μυστήρια, καὶ μάλιστα χωρὶς μεγάλη καὶ πραγματικὴ ἀνάγκη. Ἡ μετάδοση τῆς δωρεᾶς τῶν ἁγιασμάτων εἶναι ἀποκλειστικὴ διακονία τῶν ἱερέων ποὺ οἰκονομοῦν τὰ μυστήρια καὶ ποτὲ τῶν λαϊκῶν, βλ. ὅπ.π., σ. 271.

[76] 76. Ὅπ.π., σ. 279.

[77] 77. Βλ. ὅπ.π., σ. 561, τὸν ιβ΄ (ια΄) κανόνα τοῦ Γρηγορίου Νεοκαισαρείας. Ἐκεῖ περιγράφεται ἡ τάξις καὶ ἡ στάσις τῶν ἐν ἐπιτιμίῳ εὑρισκομένων μετανοούντων μέχρι νὰ ἀξιωθοῦν, μετὰ ἀπὸ μακρὰ ἐνίοτε περίοδο θε-ραπευτικῆς παιδαγωγίας, νὰ σταθοῦν πάλι μὲ τοὺς ἀνεπιτίμητους πιστοὺς ἀδελφοὺς στὴ σύναξη καὶ τὴν εὐχαριστιακὴ προσέλευση. Πρῶτα εἶναι προσκλαίοντες, ἔπειτα ἀκροώμενοι, στὴ συνέχεια ὑποπίπτοντες, κατόπιν συνιστάμενοι καὶ τελικὰ συγκοινωνοῦντες, καθὼς ὁ σκοπὸς τῆς στάσεως τῶν τελείων στὴ σύναξη εἶναι «ἡ μέθεξις τῶν ἁγιασμάτων».

[78] 78. Βλ. Αθανασιου Παριου, Ἐπιστολὴ ἀντιῤῥητικὴ γενομένη πρὸς τὴν παρά τινων περὶ τοῦ Κυριακοῦ σώματος κακοδοξίαν, ὅπ.π., σσ. 238, 242.

[79] 79. Περὶ τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως, σσ. 82-83 καὶ 88.

[80] 80. Τὰ συγγράμματα τῶν φιλοκαλικῶν πατέρων γέμουν τεκμηρίων εὐχαριστιακῆς θεολογίας ἀπὸ τὴν ἀπλανὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τὶς σχετικὲς μαρτυρίες πληθωρικὰ ἀναλύσαμε. Ἀντιθέτως, γιὰ νὰ ἀνεύρει κάποιος ἔστω καὶ μία παραπομπὴ σὲ ἕνα πατέρα τῆς Ἐκκλησίας ἢ ἱερὸ κανόνα ἢ λειτουργικὸ κείμενο ἐναντίον τῆς συχνῆς συμμετοχῆς στὴν κοινωνία ὅλων τῶν πιστῶν, ποὺ δὲν ἐμποδίζονται ἀπὸ βαριὰ ἁμαρτήματα ἢ ἄλλα κανονικὰ κωλύματα, θὰ ἦταν σχεδὸν τῶν ἀδυνάτων. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἐμφανὴ δυσκολία καὶ ἀδυναμία συγγραφέως, ὅπως ὁ Ἀρχιμ. (καὶ μετέπειτα Μητροπολίτης Καλαβρύτων) Τιμοθεοσ Αναστασιου, Ἡ θεία κοινωνία, Ἀθῆναι 1907, σσ. 222-234 (ὁ ὁποῖος θέλει νὰ ὑποστηρίξει τὴν περιοδικὴ ἀραιὴ θεία κοινωνία), νὰ βρεῖ μαρτυρίες καὶ νὰ παραπέμψει σὲ πατερικὲς θέσεις ὑπὲρ τοῦ ἀντιπαραδοσιακοῦ αὐτοῦ ἐθίμου.

[81] 81. Ἐκτενὴ καὶ ἐνδελεχὴ ἀνάπτυξή τους, ἡ ὁποία ἐδῶ παρέλκει, βλ. στοῦ Δ. Παναγοπουλου, Τὸ ἀντίδοτον τοῦ θανάτου, Ἀθῆναι χ.χ., σσ. 38-65, καὶ Νικοδημου Αγιορειτου, Περὶ τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως, ἐκδ. Σ. Σχοινᾶ, Βόλος 1971, σσ. 78-117. Βλ. ἐπίσης βάσανο τῶν ἀντεπιχειρημάτων στοῦ Νικοδημου Σκρεττα, ὅπ.π., σσ. 374-408.

[82] 82. Στὸ Δ΄ κεφάλαιο τῆς διδακτορικῆς διατριβῆς του Ἡ περὶ τῶν μνημοσύνων ἔρις ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κατὰ τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα, ΕΕΘΣΘ [παράρτημα ἀρ. 3], Θεσσαλονίκη 1969, σσ. 120-132.

[83] 83. Τοὺς κατηγορητικοὺς παραλογισμοὺς τοῦ Γρηγορίου μοναχοῦ π.χ. βλ. ὅπ.π., σσ. 131-132.

[84] 84. Βλ. Νικολαου Καβασιλα, Εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν, ΛΖ΄, 1, ὅπ.π., σ. 184. Καὶ Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Λόγος Δ΄, ὅπ.π., σ. 432, 15: «Τοῦτο τὸ μυστήριον φῶς μέν ἐστι τοῖς ἤδη κεκαθαρμένοις, καθάρσιον δὲ τοῖς ἔτι καθαιρομένοις, ἀλείπτης δὲ κατὰ τοῦ πονηροῦ καὶ τῶν παθῶν ἀγωνιζομένοις». Παράλληλη θέση βλ. στοῦ Νεοφυτου Καυσοκαλυβιτου, Περὶ τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως, ὅπ.π., σσ. 82 καὶ 110.

[85] 85. Νικοδημου Αγιορειτου, ὅπ.π., σ. 92.

[86] 86. Βλ. Νικοδημου Αγιορειτου, ὅπ.π., σσ. 95-96.

[87] 87. Βλ. Νικοδημου Αγιορειτου, ὅπ.π., σ. 99. Καὶ Αναστασιου ΣιναΪτου, Καλόν ἐστιν ἆρα τὸ κοινωνεῖν συνεχῶς ἢ ἐκ διαλείμματος; PG 89, 385 ἑξ.

[88] 88. Βλ. τὶς καίριες θέσεις τοῦ Συμεων Θεσσαλονικησ, Ἀποκρίσεις πρὸς τὸν Πενταπόλεως Γαβριήλ, ΙΓ΄ καὶ ΟΘ΄. PG 155, 860C καὶ 941C ἑξ. Βλ. ἐπίσης Του Ιδιου, Περὶ ἱερωσύνης. PG 155, 969D καὶ Κυριλλου Αλεξανδρειας, Εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιον. Λόγος Δ΄, κεφ. Β΄. PG 73, 584D-585A.

[89] 89. Γιὰ τὸ τρὶς τοῦ ἔτους κοινωνεῖν, βλ. ἀναφορὲς Νεοφυτου Καυσοκαλυβιτου, ὅπ.π., σσ. 36, 59, 65, 76, 78, 83, 86, 88, 90, 102, 103, 105, 106, 112.

[90] 90. Νικοδημου Αγιορειτου, ὅπ.π., σ. 118.

[91] 91. Βλ. ὅπ.π., σ. 108.

[92] 92. Ὅπ.π., σ. 108. Βλέπε καὶ στοῦ Αθανασιου Παριου, Ἐπιτομή, εἴτε συλλογὴ τῶν θείων τῆς πίστεως δογμάτων, Λειψία 1806, σ. 373.

[93] 93. Βλ. Νικοδημου Αγιορειτου, ὅπ.π., σ. 101. Νεοφυτου Καυσοκαλυβιτου, Ἐπιτομὴ Ἱερῶν Κανόνων, ὅπ.π., σσ. 136-137. Δ. Παναγοπουλου, ὅπ.π., σσ. 66-67.

[94] 94. Βλ. Νικοδημου Αγιορειτου, ὅπ.π., σσ. 103-104.

[95] 95. Βλ. ὅπ.π., σ. 117: Ἀφοῦ προηγεῖται μακρὰ ἀνάλυση πατερικῶν θέσεων, περὶ τοῦ ποιοῦ τῆς ὀφειλομένης πρὸς τοὺς ποιμένες ὑπακοῆς, γράφει συμπερασματικά: «Kαὶ οἱ μὲν ἅγιοι οὕτω λέγουν· Ἐμεῖς ὅμως, ἀδελφοί, ἐπειδὴ καὶ ἐν εἰρήνῃ μᾶς ἐκάλεσεν ὁ Kύριος, πρέπει πάλιν νὰ ὑποτασσώμεθα καὶ εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ εἰς τοὺς πνευματικοὺς καὶ εἰς τοὺς διδασκάλους, διὰ τὸ ἀξίωμα ὅπερ ἔχουσι παρὰ τοῦ Θεοῦ· ἐὰν δέ τις ἐξ αὐτῶν πράττῃ παράλογόν τι ἢ μᾶς ἐμποδίζῃ ἀπὸ τοῦ νὰ κάμνωμεν κανὲν ἔργον θεάρεστον, ἡμεῖς ἄς μὴ παύσωμεν παρακαλοῦντες καὶ δεόμενοι, ἕως οὗ νὰ τὸν καταπείσωμεν εἰς τὸ νὰ γίνῃ ἐκεῖνο τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ βασιλεύῃ ἡ εἰρήνη μεταξύ μας· νὰ ἐπικρατῇ ἡ ὁμόνοια καὶ συμφωνία· νὰ εἶναι ἡ ἀγάπη εἰς τοὺς ποιμένας καὶ πρόβατα, εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ χριστιανούς, εἰς τοὺς ἱερεῖς καὶ λαϊκούς, εἰς τοὺς προεστῶτας καὶ ἀρχομένους. Διὰ νὰ λείπουν μακρὰν ἀπὸ ἡμᾶς τὰ σκάνδαλα, αἱ ταραχαί, τὰ σχίσματα, αἱ διαιρέσεις· διότι αὐτὰ εἶναι ἀφανιστικὰ τῶν ψυχῶν μας καὶ τῶν οἰκιῶν μας καὶ τῶν ἐκκλησιῶν μας καὶ πάσης κοινότητος καὶ ἔθνους. Ἐν συντομίᾳ, διὰ νὰ εἴμεθα ὅλοι ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα, ὅλοι μὲ μίαν ἐλπίδα, καθὼς καὶ ἐκλήθημεν, ἵνα καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης εἴη μεθ’ ἡμῶν». Κάλαμος ἅγιος ἁγίου ἀνδρός, ὁ ὁποῖος δὲν διπλωματεῖ ὑποκριτικά, ἀλλὰ ἐκκλησιολογεῖ θεοφώτιστα, ἀπορρίπτοντας τὸν δαιμονικὸ πειρασμὸ τῆς ἀνταρσίας ποὺ σχίζει τὸν ἄρραφο χιτώνα τοῦ Χριστοῦ καὶ εἰσάγοντας τὸ χαρισματικὸ ἦθος τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς εἰρήνης.

[96] . Λειτουργικὴ Α´. Εἰσαγωγὴ στὴ Θεία Λατρεία, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ

 

ΡΑΔΙΟΣΤΑΘΜΟΣ Ι.Μ. ΛΕΜΕΣΟΥ

 radio.jpg

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ

Copyright © AP.ANDREAS.LEMESOU 2014. All Rights Reserved.