π. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ ΑΓΑΘΩΝΟΣ: ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ
Οἰκ. Παρασκευᾶς Ἀγάθωνος
α). Γενικὰ περὶ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος.
«Ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν…ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. 3, 3.5) ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου πρὸς τὶς πνευματικὲς ἀναζητήσεις τοῦ κρυφοῦ του μαθητοῦ Νικοδήμου, ἐνῶ ἕνας ἀπὸ τοὺς τελευταίους λόγους του πρὸς τοὺς μαθητές του λίγο πρὶν τὴν ἀνάληψή του ἦταν ὁ «πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει∙ ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται» (Μρκ. 16, 15-16). Ἀπὸ δὲ τοῦ κηρύγματος τοῦ Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ μαθαίνουμε «ὅτι ὁ ἰσχυρότερος αὐτοῦ καὶ ὀπίσω του ἐρχόμενος (Χριστός), βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι ἁγίῳ καὶ πυρί» (Μτθ. 3, 11). Αὐτὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα μετέδωσε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Ἐφεσίους μαθητὲς ὅταν διαπίστωσε ὅτι δὲν εἶχαν ἀκούσει περὶ αὐτοῦ, βαπτισθέντες μόνον στὸ τῆς μετανοίας βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου. «Ἀκούσαντες δὲ ἐβαπτίσθησαν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Καὶ ἐπιθέντος αὐτοῖς τοῦ Παύλου τὰς χεῖρας ἦλθε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐπ’ αὐτούς, ἐλάλουν τε γλώσσαις καὶ προεφήτευον» (Πρξ. 19, 5-6). Τέλος, ὁ «εὐνοῦχος» τῆς «Κανδάκης», ἀφοῦ πίστεψε πρῶτα στὸν λόγον τοῦ ἀποστόλου Φιλίππου, ὅτι ὁ ὑπὸ τοῦ προφήτου Ἡσαΐου κηρυττόμενος «ἄμωμος ἀμνὸς» εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ζήτησε νὰ βαπτισθεῖ∙ «ἰδοὺ ὕδωρ∙ τί κωλύει με βαπτισθῆναι; …καὶ κατέβησαν ἀμφότεροι εἰς τὸ ὕδωρ…καὶ ἐβάπτισεν αὐτὸν» (Πρξ. 8, 36.38).
Ἐκ τούτων, ἀλλὰ καὶ ἐκ πολλῶν ἄλλων χωρίων τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀντλοῦμε ἀφ’ ἑνὸς πολύτιμες ἱστορικὲς μαρτυρίες περὶ τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος, μᾶς παρέχεται ἀφ’ ἑτέρου ἡ δυνατότητα νὰ ἐμβαθύνουμε θεολογικὰ σ’ αὐτὸ καὶ νὰ δοῦμε τὶς σωστικὲς γιὰ τὸν ἄνθρωπο διαστάσεις του.
Τὸ βάπτισμά μας, καὶ πάλιν κατὰ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, «βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος» (Μτθ. 28, 19), τελεῖται ἐντὸς καθαγιασμένου ὑπὸ τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὕδατος. Τὸ νερό, γνωστὸ γιὰ τὶς καθαρτικές του ἰδιότητες, δεχόμενο τὴν χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὄχι μόνον ἀναγεννᾶ ἄνωθεν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ τὸν καθαρίζει ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας. Τὰ καθαγιασμένα ὕδατα τῆς κολυμβήθρας μετατρέπονται σὲ ὑγρὸ τάφο ὅπου πεθαίνει ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος καὶ γεννᾶται ὁ νέος, ὁ ἐν Χριστῷ ἀνακαινισμένος. Τὸ βάπτισμά μας εἶναι τὸ ἅρμα τὸ ὁποῖον μᾶς ὁδηγεῖ στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Προϋπόθεση γι’ αὐτὴ τὴν σωστικὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας πίστη του εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦν.
Προέκταση καὶ ὁλοκλήρωση τοῦ βαπτίσματος εἶναι ἡ μετάδοση τῆς χάριτος καὶ τῶν δωρεῶν τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία στὴν ἀποστολικὴ ἐποχὴ γινόταν κατορθωτὴ διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων (πρβλ. «Καὶ ἐπιθέντος αὐτοῖς τοῦ Παύλου τὰς χεῖρας ἦλθε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐπ’ αὐτούς»). Ἐν συνεχείᾳ ἡ πράξη αὐτὴ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὴν χρίση τοῦ νεοφωτίστου δι’ ἁγίου μύρου (πρβλ. «Σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος ἁγίου»). Τὸ βάπτισμα ἐγκεντρίζει τὸν ἄνθρωπο στὴν καλλιέλαιο, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὸν Χριστό, καὶ τὸν εἰσάγει στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία. Ὁ βαπτιζόμενος ἐνδύεται τὸν Χριστόν, κατὰ τὸ τοῦ ἀποστόλου Παύλου «ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. 3, 27), καὶ καθίσταται τέκνον φωτὸς καὶ κληρονόμος τῆς βασιλείας. Ἀποκορύφωση καὶ ἐπαλήθευση τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος εἶναι ἡ μετοχὴ τοῦ φωτισθέντος στὸ σῶμα καὶ στὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, ἡ μέθεξή του στὴν εὐχαριστιακὴ θυσία, ἡ κυριακοποίηση καὶ χριστοποίησή του.
Ἡ τριπλὴ κατάδυση καὶ ἀνάδυση τοῦ βαπτιζομένου στὰ νερὰ τῆς κολυμβήθρας εἶναι μετοχὴ στὴν τριήμερη ταφὴ καὶ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. «Ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν, εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν∙ συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ Πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν. Εἰ γὰρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα» (Ρωμ. 6, 3-5). Τὸ βάπτισμά μας εἶναι βάπτισμα στὸν θάνατον τοῦ Χριστοῦ. Διὰ τοῦ βαπτίσματος ὁ βαπτιζόμενος πεθαίνει, συνθάπτεται καὶ συνανίσταται μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Ἡ ἔξοδός του ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα τοῦ παρέχει τὴν δυνατότητα γιὰ τὴν ἐν καινότητι ζωῆς βιωτή του.
Τῆς ἀκολουθίας τοῦ βαπτίσματος προηγεῖται ἡ ἀκολουθία τῆς κατήχησης, ἡ ὁποία τελεῖται στὸν νάρθηκα ἢ ἐλλείψει τούτου στὸ πίσω μέρος τοῦ ναοῦ. Τούτη ἀποτελεῖται ἀπὸ ἐπιμέρους προβαπτισματικὲς πράξεις, οἱ ὁποῖες στὰ παλαιὰ χρόνια ἐτελοῦντο σὲ διαφορετικὸ χρόνο καὶ τόπο. Πρόκειται γιὰ τὴν «εὐχὴν εἰς τὸ ποιῆσαι κατηχούμενον», τοὺς ἀφορκισμούς, τὴν ἀπόταξη τοῦ σατανᾶ χθαμαλῇ τῇ φωνῇ (χαμηλόφωνα), τὴν σύνταξη μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, τὴν ὁμολογία πίστεως καὶ τὴν προσκύνηση τῆς ἁγίας Τριάδος. Ἄνευ ἀπολύσεως καὶ μετὰ τὴν εὐχὴ «Δέσποτα Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, προσκάλεσαι τὸν δοῦλόν σου (δεῖνα) πρὸς τὸ ἅγιόν σου φώτισμα», ἀρχόμεθα τῆς ἀκολουθίας διὰ τοῦ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός…». Ἀκολουθοῦν τὰ εἰρηνικά, ἡ εὐχὴ καθαγιασμοῦ τοῦ ὕδατος, ὁ καθαγιασμὸς τοῦ ἐλαίου, ἡ ἐπάλειψη ὁλοκλήρου τοῦ σώματος τοῦ πρὸς τὸ φώτισμα μὲ ἐπορκιστὸν ἔλαιον, ἡ βάπτιση διὰ τριπλῆς καταδύσεως καὶ ἀναδύσεως, τὸ «Μακάριοι ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι…» ἐκ τρίτου, ἡ εὐχὴ καὶ ἡ χρίση τοῦ νεοφωτίστου δι’ ἁγίου μύρου, ἡ ἔνδυσή του, ἡ ἐπίδοση τοῦ σταυροῦ καὶ τῆς λαμπάδος, ὁ χορὸς πέριξ τῆς κολυμβήθρας ψαλλομένου τοῦ «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε…», ὁ ἀπόστολος, τὸ εὐαγγέλιον, ἡ ἐκτενής, ἡ μετάδοση στὸν νεοφώτιστο τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, οἱ εὐχὲς τῆς ἀπολούσεως καὶ ἡ ἀπόλουση, οἱ εὐχὲς τῆς τριχοκουρίας καὶ ἡ τριχοκουρία, καὶ τέλος ἡ ἀπόλυση.
Ἀκόμη καὶ ὑπὸ τὴν παροῦσά της μορφή, μία μορφὴ τὴν ὁποία ἐπέβαλε οὐσιαστικὰ ἡ ἐπικράτηση τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ, ἡ ἀκολουθία τοῦ βαπτίσματος διασώζει ἀρκετὰ στοιχεῖα τῆς θείας λειτουργίας, ὑπενθυμίζουσα τὴν θέση ποὺ εἶχε παλαιότερα στὴν θεία λατρεία. Τούτη ἦταν συνδεδεμένη μὲ τὴν λειτουργία καὶ ἐτελεῖτο σὲ καθορισμένες ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας βαπτιστήριες ἡμέρες. Αὐτὲς ἦταν οἱ παννυχίδες τοῦ Πάσχα, τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Θεοφανείων, ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τὸ Σάββατον τοῦ ἁγίου Λαζάρου (Τυπικὸν τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως). Τὸ βάπτισμα δηλ. σὲ παλαιότερες ἐποχὲς ἦταν ὑπόθεση ὁλοκλήρου τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος. Οἱ νεοφώτιστοι διὰ τοῦ βαπτίσματος ἐντάσσονταν στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ πιστοὶ τοὺς ὑποδέχονταν στὴν ἐκκλησιαστική τους σύναξη, στὴν θεία λειτουργία δηλαδή, στὴν εὐχαριστία τῆς ὁποίας κοινωνοῦσαν πρῶτοι.
Ἡ ἐπικράτηση τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ ἀναπόφευκτα ἐπέφερε∙ α) τὴν ἐκτὸς τῆς θείας λειτουργίας τέλεση τοῦ βαπτίσματος, δομήθηκε μάλιστα καὶ εἰδικὴ πρὸς τοῦτο ἀκολουθία, καὶ β) τὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα, ἀφοῦ ὁ χρόνος ποὺ ἐπιλέγεται γιὰ τὴν τέλεσή του δὲν εἶναι ὁ χρόνος τῆς συνάξεως τῶν πιστῶν ἐπὶ τὸ αὐτό. Κατέληξε δὲ νὰ εἶναι οἰκογενειακὴ ἰδιωτικὴ ὑπόθεση, ἡ ὁποία ἀφορᾶ στοὺς λίγους, στοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους.
Καὶ ὑπὸ τὴν παροῦσα μορφὴ καὶ καταστάσεις τὸ βάπτισμα δὲν ἀπέβαλε τὸν μυστηριακό του χαρακτήρα καὶ τὴν ἀναγεννητικὴ καὶ ἀνακαινιστική του ἰδιότητα, οὔτε πάλιν ἔπαψε νὰ εἶναι τὸ μυστήριον τῆς εἰς Χριστὸν μυήσεως τῶν ἀνθρώπων μὲ ὅλες τὶς σωστικὲς γι’ αὐτοὺς συνέπειές του. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πάλιν δὲν μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ ἀγνοήσουμε ὅτι ἡ σὲ πολλὰ ἐπίπεδα ἐκκοσμίκευση τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων μείωσαν στὴν συνείδησή μας τὴν πνευματικὴ ἀξία καὶ βαρύτητα τοῦ βαπτίσματος.
Εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ νουθέτηση τῶν πιστῶν διὰ τὸ πῶς δεῖ προσέρχεσθαι στὰ μυστήρια καὶ στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες. Αὐτὸ θὰ συμβάλει τὰ μέγιστα στὴν εὐαισθητοποίηση τῶν ἀνθρώπων καὶ στὴν ἀπόκτηση μυστηριακῆς συνείδησης.
β). Ἕτερα συναφῆ πρὸς τὸ ἅγιον βάπτισμα
καὶ γενικότερος προβληματισμός.
1. Ἡ ἀκολουθία τῆς πρώτης, τῆς ὀγδόης καὶ τῆς τεσσαρακοστῆς ἡμέρας ἀπὸ τῆς γεννήσεως παιδίου.
Ὁ ἐρχομὸς στὸν κόσμο ἑνὸς νέου ἄνθρωπου, καρπὸς ἑνὸς εὐλογημένου καὶ τίμιου γάμου, δὲν θὰ πρέπει νὰ ἐκλαμβάνεται μόνον ὡς εὐλογία τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς γονεῖς, ἀλλὰ καὶ ὡς συνδημιουργία τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τοῦ Θεοῦ. Ἡ γέννηση τέκνων καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπον συνδημιουργὸ τοῦ Θεοῦ καὶ συνεχιστὴ τοῦ ἔργου τῆς δημιουργίας.
Ἡ Ἐκκλησία ἀγκαλιάζει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς γεννήσεώς του. Εἰδικὴ ἐκκλησιαστικὴ ἀκολουθία περιλαμβάνουσα εὐχὲς διὰ τὸ παιδίον, τὴν μητέρα, τὸν οἶκον καὶ τοὺς ἐν αὐτῷ ἀναγινώσκεται ὑπὸ τοῦ ἱερέως τῇ α΄ ἡμέρᾳ γεννήσεως τέκνου εἰς τὸν οἶκον τοῦ τοκετοῦ. Πρόκειται γιὰ μίαν ἀκολουθία μὲ πλούσιο εὐχητικὸ περιεχόμενο ἡ ὁποία δυστυχῶς, λόγῳ τῆς διαφοροποιήσεως τῶν συνθηκῶν διαβιώσεως τῶν ἀνθρώπων, ἔχει περιέλθει σὲ ἀχρησία. Οἱ γυναῖκες δὲν γεννοῦν στὰ σπίτια τους, οἱ δὲ ἱερεῖς ἐκ τῶν πραγμάτων ἀδυνατοῦν νὰ περιέρχονται τὰ νοσοκομεῖα καὶ τὶς μαιευτικὲς κλινικὲς προκειμένου νὰ τελέσουν τὴν περὶ ἧς ὁ λόγος ἀκολουθία. Παρ’ ὅλ’ αὐτὰ θὰ ἦτο δυνατὸν, κατὰ τὴν προσωπική μας ἄποψη, ἡ ἀναφερομένη στὸ βρέφος εὐχὴ τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς νὰ μεταφερθεῖ καὶ νὰ ἀναγινώσκεται μὲ μίαν ἐλαφρὰν παραλλαγή, στὸ σημεῖον ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἀφορᾶ τὸν χρόνο γεννήσεως τοῦ παιδίου, στὴν ἀκολουθία τῆς ὀγδόης ἡμέρας ἀπὸ τῆς γεννήσεως τέκνου.
Ἡ προσευχητικὴ αὐτὴ διάθεση τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν κάθε νέα ὕπαρξη συνεχίζεται τὴν ὄγδοη ἡμέρα ἀπὸ τῆς γεννήσεως, κατὰ τὴν ὁποία τελεῖται ἄλλη ἀκολουθία μὲ ἰδιαιτέραν εὐχὴν εἰς τὸ κατασφραγίσαι παιδίον λαμβάνον ὄνομα. Αἴσθηση προκαλεῖ ἡ εἰς τὴν εὐχὴν ἀναφορά∙ Καὶ δός, Κύριε, ἀνεξάρνητον[1] μεῖναι τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον ἐπ’ αὐτόν, συναπτόμενον ἐν καιρῷ εὐθέτῳ τῇ ἁγίᾳ σου Ἐκκλησία καὶ τελειούμενον διὰ τῶν φρικτῶν μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ σου, διὰ τῆς ὁποίας ἐκφράζεται ἡ ὅλη ἀγωνία τῆς Ἐκκλησίας διὰ τὴν ἐν Χριστῷ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀποκορύφωμα σ’ αὐτὸ τὸν κύκλο τῶν προβαπτισματικῶν τελετῶν ἀποτελεῖ ἡ ἀκολουθία τῆς τεσσαρακοστῆς ἡμέρας ἀπὸ τῆς γεννήσεως παιδίου ἡ ὁποία περιλαμβάνει εὐχὲς εἰς τὸ ἐκκλησιάσαι παιδίον, εἴτουν ἀρχὴν λαβεῖν τοῦ εἰσάγεσθαι εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, παρισταμένου ἐκτὸς τῆς μητέρας καὶ τοῦ παιδίου, καὶ τοῦ ἀναδόχου. Καίτοι ἡ ἀνωτέρω διάταξη ὁμιλεῖ περὶ τοῦ παδίου, ἐν τούτοις ἡ ὅλη ἀκολουθία ἀφορᾶ καὶ στὴν μητέρα γιὰ τὴν ὁποίαν εὔχεται τὴν καταξίωσή της, ὥστε ἀκατακρίτως νὰ μετάσχει τῶν ἁγίων μυστηρίων, καὶ ἐν συνεχείᾳ καὶ εἰς τὸ βρέφος, τὸ ὁποῖον ἀπὸ τοῦδε καὶ εἰς τὸ ἑξῆς προσάγεται καὶ ἀφιερώνεται στὸν Θεό.
Οἱ δύο τοῦτες ἀκολουθίες (8ης καὶ 40ῆς ἡμέρας) ἕλκουν μὲν τὴν καταγωγή τους ἀπὸ τὶς διατάξεις τοῦ βιβλίου τοῦ Λευιτικοῦ τῆς Π.Δ., καθιερώρησαν δὲ ὡς λειτουργικὴ τάξη τῆς Ἐκκλησίας κατὰ μίμηση τοῦ ἀντιστοίχου παραδείγματος τοῦ Κυρίου καὶ μόνον. Δὲν διαιωνίζονται δηλ. ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας ἰουδαϊκὲς λειτουργικὲς συνήθειες, ὡς εἶναι π.χ. ἡ περιτομή, οὔτε πάλιν υἱοθετοῦνται ἰουδαϊκὲς ἀντιλήψεις, ὅπως ἡ περὶ τῆς λειτουργικῆς ἀκαθαρσίας τῶν γυναικῶν κατὰ τὴν περίοδο τῆς λοχείας, ἀλλὰ προσδίδεται στὶς πράξεις τοῦτες καθαρὰ χριστολογικὸ καὶ ἐκκλησιολογικὸ περιεχόμενο. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐξάλλου, ὑποκείμενος στὴν περιτομή, κατήργησε τούτη καὶ κατ’ ἐπέκταση ὅλα τὰ σκιώδη τοῦ Νόμου[2], ἡ δὲ γέννηση τέκνων ἐπ’ οὐδενὶ καθιστᾶ τὴν γυναίκα ἀκάθαρτη. Ἡ ἔλευσή της στὸν ναὸ δὲν ἀποσκοπεῖ στὴν προσφορὰ κάποιας θυσίας ἐκ μέρους της πρὸς καθαρισμόν της, ἀλλὰ τὴν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας εὐλογίαν καὶ προσευχὴν ὑπὲρ αὐτῆς, τῆς τῷ θεϊκῷ θελήματι διασωθείσης κατὰ τὸν τοκετόν, ὅπως, ἀξιωθεῖσα εἰσελθεῖν ἐν τῷ ἁγίῳ ναῷ, δοξάσῃ σὺν ἡμῖν τὸ πανάγιον ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
2. Ποιμαντικὴ προετοιμασία γιὰ τὸ βάπτισμα.
Λέγοντας ποιμαντικὴ προετοιμασία γιὰ τὸ βάπτισμα ἐννοοῦμε τὴν εὐθύνη τὴν ὁποία ἐπωμιζόμεθα οἱ κληρικοὶ προκειμένου νὰ μυήσουμε, καὶ τὸ σῶμα τῶν πιστῶν γεννικότερα, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄμεσα ἐμπλεκομένους σὲ ἕνα βάπτισμα (γονεῖς καὶ ἀνάδοχο) εἰδικότερα, στὸ βαθύτερο περιεχόμενο τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος, καὶ ὄχι μόνο.
Τοῦτο μπορεῖ νὰ γίνεται εὐκαίρως ἀκαίρως μὲ προσωπικὴ ἐπικοινωνία ἱερέως καὶ ἐνδιαφερομένων ἢ μὲ τὴν διεξαγωγὴ κηρυγμάτων καὶ ὁμιλιῶν ἢ μὲ τὴν ἔκδοση εἰδικῶν ἐντύπων, τῶν ὁποίων τὸ περιεχόμενο θὰ καταπιάνεται, ὄχι μόνο μὲ τὶς θεολογικὲς διαστάσεις τοῦ βαπτίσματος, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀναφορὲς καὶ ἐπεξηγήσεις σὲ ὅλες τὶς προβαπτισματικὲς τελετές, στὰ ὑλικὰ τὰ ὁποῖα χρησιμοποιοῦνται στὸ βάπτισμα, ὅπως π.χ. νερό, λάδι, μύρο, σταυρό, λαμπάδα, ἐμφώτια ἐνδύματα, στὴν τριχοκουρία, τὴν ἀπόλουση.
Ἐντὸς τῶν πλαισίων τῆς ὅλης προετοιμασίας τῶν γονέων καὶ τῶν ἀναδόχων γιὰ ἕνα βάπτισμα εἶναι δυνατὸν νὰ τοὺς ὑποδειχθεῖ καὶ ἡ ἀνάγκη γιὰ πνευματικὴ προετοιμασία, ἡ ὁποία θὰ γίνει κατορθωτὴ μέσω ὁρισμένης νηστείας, προσευχῆς, ἐξομολόγησης, προσέλευσης στὴν θεία κοινωνία.
3. Ἡ ἐντὸς τῆς θείας λειτουργίας τέλεση τοῦ βαπτίσματος.
Ὅπως ἀναφέραμε πάρα πάνω τὸ βάπτισμα σὲ παλαιότερες ἐποχές, ὡς στοιχεῖο τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος καὶ συνάξεως, ἐτελεῖτο ἐντὸς τῆς θείας λειτουργίας. Ἡ ἐπικράτηση τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ ἐπέφερε γιὰ εὐνόητους λόγους τὴν ἐκτὸς τῆς θείας λειτουργίας τέλεση τοῦ βαπτίσματος, καὶ κατ’ ἐπέκταση τὴν μετατροπὴ τῆς νέας στὸ ἑξῆς συνάξεως ἀπὸ ἐνοριακὴ σὲ οἰκογενειακὴ ὑπόθεση.
Δεδομένου ὅτι ἡ πράξη τῆς Ἐκκλησίας χαρακτηρίζεται πάντοτε ἀπὸ σοφία, καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀδικοῦμε τὴν σύγχρονη λειτουργικὴ πράξη, θὰ πρέπει νὰ ἀναφέρουμε πώς, ναὶ μὲν ἡ Ἐκκλησία τελοῦσε τὸ βάπτισμά της ἐντὸς τῆς θείας λειτουργίας, ὑπῆρχεν ὅμως καὶ ἡ ἀπαραίτητη ὑποδομὴ καὶ τάξη. Ἀπαραίτητο ἀρχιτεκτονικὸ στοιχεῖο ἑνὸς παλαιοχριστιανικοῦ ναοῦ ἦταν τὸ βαπτιστήριο μὲ ὅλα τὰ προσκτίσματά του προκείμενου, χωρὶς τὴν παρουσία λαοῦ καὶ ἀπρόσκοπτα νὰ τελεῖται τὸ βάπτισμα ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου ἢ ἱερέως τινὸς συνεπικουρουμένου ὑπὸ ἐλαχίστων διακόνων ἢ περὶ γυναικῶν, διακονισσῶν, ὁ δὲ χρόνος τῆς βάπτισης ἐκαλύπτετο στὸν κυρίως ναὸ διὰ τῆς ἀναγνώσεως μέχρι καὶ δεκαπέντε τὸν ἀριθμὸ ἁγιογραφικῶν ἀναγνωσμάτων.
Ἐκ τούτων συμπεραίνεται ὅτι ἡ ἐπαναφορὰ τῆς ἀρχαίας τάξης, ἔστω καὶ σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις, δὲν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση. Χρειαζόμεθα τὴν ἀπαραίτητη ὑποδομή, ὅπως ἐπίσης καὶ τὴν ὀρθὴ λειτουργικὴ διάταξη. Καὶ ὡς πρὸς τὴν δεύτερη φρόντισε ὁ μακαριστὸς καθηγητής μας Ἰωάννης Φουντούλης[3], ὡς πρὸς ὅμως τὴν πρώτη ἡ εὐθύνη πίπτει στοὺς ὤμους τῶν ἱερέων. Ἐπίσης ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ σὲ μία τέτοια προσπάθεια εἶναι καὶ ἡ κατάλληλη διαπαιδαγώγηση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Τέλος νὰ ἀναφέρουμε πὼς χωρὶς προσκόμματα εἶναι δυνατόν, καὶ ἐπιβάλλεται κατὰ τὴν προσωπική μας ἄποψη, νὰ τελοῦνται ἐντὸς τῆς θείας λειτουργίας οἱ βαπτίσεις ἐνηλίκων ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ζητοῦν τὴν εἴσοδό τους στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Καὶ ἐδῶ νὰ ποῦμε πὼς χρείζουμε καὶ πάλιν τῆς ἀπαραίτητης ὑποδομῆς∙ ἑνὸς κτιστοῦ βαπτιστηρίου μὲ ἐγκατάσταση ζεστοῦ καὶ κρύου νεροῦ καὶ μὲ ἀποχέτευση, ἡ ὁποία θὰ ἀπολήγει σὲ χωνευτήριο, ὅπως ἐπίσης καὶ τὴν διαμόρφωση ἑνὸς ἀποδυτηρίου. Καὶ ὅλα τοῦτα ἐντὸς ἑνὸς ναοῦ ἢ ἑνὸς παρεκκλησίου.
4. Ἡ χρίση τῶν νεοφωτίστων δι’ ἁγίου μύρου.
Τὴν ἔξοδο τοῦ νεοφωτίστου ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα ἀκολουθεῖ, ὅπως προαναφέραμε, ἡ ἀνάγνωση τῆς εὐχῆς τοῦ ἁγίου μύρου καὶ ἡ χρίση του δι’ αὐτοῦ σὲ διάφορα μέρη τοῦ σώματος, ἰδίως σ’ αὐτὰ διὰ τῶν ὁποίων ἐκδηλώνονται οἱ αἰσθήσεις, τοῦ ἱερέως λέγοντος τό∙ σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος ἁγίου∙ ἀμήν. Σφραγίζεται ὁ νεοφώτιστος διὰ τῶν δωρεῶν καὶ τῶν χαρισμάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Γίνεται ἐκτὸς ἀπὸ χριστοφόρος καὶ πνευματοφόρος, κοινωνὸς καὶ μέτοχος τοῦ Χριστοῦ. Σφραγίζεται μὲ τὴν πανοπλία τοῦ Πνεύματος ὥστε νὰ διαφυλάττει τὸν ἁγιασμό του, νὰ στερεώνεται στὴν ὀρθόδοξη πίστη, νὰ προστατεύεται ἀπὸ τὰ ἐπιτηδεύματα τοῦ πονηροῦ, νὰ διαφυλάττει καὶ διατηρεῖ διὰ τοῦ σωτηρίου φόβου τοῦ Θεοῦ ἐν ἁγνείᾳ καὶ δικαιοσύνῃ τὴν ψυχή του, νὰ εὐαρεστεῖ ἐν παντὶ λόγῳ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ καταστεῖ ἐν τέλει κληρονόμος τῆς βασιλείας του.
Κατὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν Θεσσαλονίκης «τοῦτο ἄρα τὸ μύρον τελειοῖ τὸ βάπτισμα καὶ τῆς Τριάδος ναοὺς ἡμᾶς ἀπεργάζεται»[4], ἐνῶ κατὰ τὸν Διονύσιο τὸν Ἀρειοπαγίτη διὰ τοῦ ἁγίου μύρου τελειοποιεῖται σ’ ἐμᾶς ἡ δωρεὰ καὶ ἡ ἁγιάζουσα χάρις «τῆς ἱερᾶς θεογενεσίας»[5]. Τὸ ἅγιον μύρο ἁγιάζει ὁλοτελῆ τὸν ἄρτι φωτισθέντα καὶ καθαρθέντα διὰ τοῦ θείου βαπτίσματος ἄνθρωπον, τὸν ἀποκαθιστᾶ στὴν ἀληθινή του φύση ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν μεταποιεῖ σὲ πνευματικὸν καὶ κεχαριτωμένον[6].
5. Ἡ μετάδοση τῆς θείας κοινωνίας στὸν νεοφώτιστο.
Ἡ ἐντὸς τῆς λειτουργίας τέλεση τοῦ βαπτίσματος συνεπαγόταν καὶ τήν, πρῶτα σ’ αὐτούς, μετάδοση τῆς θείας κοινωνίας. Οἱ νεοφώτιστοι μετὰ τὴν βάπτισή τους, τὴν χρίση τους δι’ ἁγίου μύρου καὶ τὴν πλήρη ἔνδυσή τους, λαμπαδηφόροι εἰσέρχονταν στὸν κυρίως ναό, ὅπου κατελάμβαναν τὸ ἔμπροσθεν τῶν θυρῶν τοῦ θυσιαστηρίου τμῆμα. Κατὰ τὴν μετάληψη τῶν ἁγιασθέντων δώρων πρῶτοι τούτοι ἀπὸ τὸ σῶμα τῶν πιστῶν κοινωνοῦσαν τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου. Ἄρα, βάπτισμα καὶ θεία κοινωνία ἦταν ἀδιάσπαστα συνδεδεμένα σὲ μία λειτουργικὴ ἑνότητα. Μὲ τὴν μετάδοση στοὺς νεοφωτίστους τῆς θείας κοινωνίας συμπληρωνόταν τὸ τρίπτυχο τῶν σωστικῶν καὶ ἁγιαστικῶν γιὰ τὸν ἄνθρωπο μυστηρίων, τοῦ βαπτίσματος, τοῦ χρίσματος, καὶ τῆς θείας κονωνίας. Στὴν θεολογικὴ σκέψη τῶν πατέρων ἦταν ἀδιανόητο ὁ ἀναγεννηθεὶς ἐν Χριστῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος ἄνθρωπος, ὁ ἐν συνεχείᾳ κατακοσμηθεὶς μὲ τὴν χάρη καὶ τὴν δωρεὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος διὰ τοῦ ἁγίου μύρου νὰ μείνει ἀμέτοχος τοῦ πάθους καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ σωτῆρος, τῆς εὐχαριστίας τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ ἁγιασμοῦ, τοῦ παρεχομένου διὰ τοῦ τιμίου σώματος καὶ αἵματος τοῦ θεανθρώπου Χριστοῦ. Ἂς μὴ ξεχνοῦμε πὼς ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας στὸ ἔργο του Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς περιλαμβάνει καὶ ἑρμηνεύει ὡς σωστικά, τελειωτικὰ καὶ ἁγιαστικὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο μυστήρια μόνον τὸ βάπτισμα, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ χρίσματος, καὶ τὴν θεία εὐχαριστία.
Τοῦτο δὲν ἔπαψε νὰ τελεῖται ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν ἐπικράτηση τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ. Τὸ ὀρθὸ λειτουργικὸ σχῆμα τῆς νέας ἀκολουθίας ἡ ὁποία δημιουργήθηκε προκειμένου νὰ καλύψει τὴν ἀνάγκη τῶν νηπιοβαπτισμῶν ἐκτὸς τῆς λειτουργίας προβλέπει μετὰ τὰ ἀναγνώσματα, ἐκτενῆ, καὶ μετὰ τὴν ἐκτενῆ μετάδοση τῆς θείας κοινωνίας καὶ ἀπόλυση. Ἔτσι ἀποπληροῦται ἡ ἀκολουθία τοῦ βαπτίσματος. Πρὸς τοῦτο δὲν εἶναι ἄσχετη καὶ ἡ ἀπαίτηση γιὰ διαφύλαξη ἁγιασμένου ἄρτου τῆς θείας λειτουργίας ἐντὸς ἀρτοφορίου ἐπὶ τῆς ἁγίας τραπέζης. Ὁ ἄρτος τοῦτος, ὁ ὁποῖος ὡς γνωστὸν καθαγιάζεται τὴν Μεγάλη Πέμπτη, ἀφοῦ ἀποξηρανθεῖ, κρατεῖται ἐντὸς καλὰ σφραγιζομένου κιτίου καὶ μεταδίδεται στοὺς πιστοὺς ὁσάκις παρίσταται ἔκτακτη ἀνάγκη. Μία ἐκ τῶν περιπτώσεων διὰ τὶς ὁποῖες προβλέπεται ἡ μετάδοση ἐκ τοῦ ἀμνοῦ τῆς Μεγάλης Πέμπτης εἶναι καὶ τὸ βάπτισμα, ἀνεξαρτήτως τοῦ χρόνου τελέσεώς του.
6. Ὁ θεσμὸς τοῦ ἀναδόχου.
Ὁ θεσμὸς τοῦ ἀναδόχου εἶναι ἀρχαιότατος. Ἀνάδοχοι ἦσαν τὰ πρόσωπα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ὁδηγοῦσαν στὸν ἐπίσκοπο αὐτοὺς ποὺ ἐξέφραζαν τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνουν χριστιανοί. Ἀκόμη τοὺς ἐγγυῶντο στὴν Ἐκκλησία γιὰ τὸ ἦθος, τὸν χαρακτήρα, τὴν πίστη καὶ τὴν εἰλικρίνεια τῶν προθέσεών τους νὰ ἐνταχθοῦν σ’ αὐτήν. Στὴν συνέχεια καθίσταντο οἱ ἔνθεοι ὁδηγοὶ «τῆς ζωοποιοῦ πρὸς ἀλήθειαν πορείας τους»[7]. Μὲ τὴν ἐπικράτηση τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ ὁμολογοῦν αὐτοὶ ἀντὶ τῶν βρεφῶν πίστη στὴν Ἐκκλησία γενόμενοι «ἐγγυητὲς εἰς Χριστὸν, ὥστε τηρεῖν (οἱ νεοφώτιστοι) τὰ τῆς πίστεως καὶ χριστιανικῶς ζεῖν»[8], καὶ ἀναδέχονται αὐτὰ στὴν ἀγκαλιά τους ἀμέσως μετὰ τὸ βάπτισμα.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὀνομάζει τοὺς ἀναδόχους πνευματικοὺς πατέρες γιατὶ «παραινοῦν, συμβουλεύουν, διορθώνουν, πατρικὴν φιλοστοργίαν ἐπιδεικνύουν»[9]. Στὴν σύγχρονη πραγματικότητα ὅμως τὰ πράγματα εἶναι πολὺ διαφορετικά. Δυστυχῶς καὶ ὁ ρόλος τοῦ ἀναδόχου δὲν ἔμεινε ἔξω ἀπ’ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται ἐκκοσμίκευση στὸ βάπτισμα. Ὁ ἀνάδοχος περιορίστηκε στὰ ἐξωτερικά, στὰ κοινωνικά, στὰ τυπικά. Ἡ ποιμαντικὴ τοῦ βαπτίσματος πιστεύουμε πὼς πολλὰ ἔχει νὰ ἐπιτελέσει καὶ στὸν τομέα τοῦτο.
7. Πνευματικὴ συγγένεια.
Συναφὴς πρὸς τὴν παρουσία τοῦ ἀναδόχου στὸ βάπτισμα εἶναι καὶ ἡ πνευματικὴ συγγένεια ἡ ὁποία δημιουργεῖται μεταξύ του καὶ τοῦ ἀναδεκτοῦ ἀπαγορεύουσα μάλιστα τὸν γάμο μεταξὺ διαφόρων προσώπων. Ἡ δημιουργουμένη πνευματικὴ συγγένεια καταδεικνύει τόσο τὴν ἀξία τοῦ βαπτίσματος ὅσο καὶ τὴν ἀξία καὶ σπουδαιότητα τοῦ ἀναδόχου. Ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ νέου Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ἄρθρο 84 §1η, κωλύεται ὁ γάμος «λόγῳ πνευματικῆς συγγένειας μεταξὺ τοῦ/τῆς ἀνοδόχου, ἢ τῆς/τοῦ συζύγου του/της καὶ τοῦ ἀναδεκτοῦ, ἢ τῶν γονέων του», δηλ. ὁ ἀνάδοχος ἢ ἡ σύζυγός του δὲν μποροῦν νὰ τελέσουν γάμο μετὰ τοῦ ἀναδεκτοῦ τους ἢ τῶν γονέων του.
8. Τὸ βάπτισμα τῆς ἀνάγκης.
Ὡς βάπτισμα ἀνάγκης χαρακτηρίζεται ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο τελεῖται ἐκτάκτως, ἀνεξαρτήτως τῆς ἡλικίας τοῦ βαπτιζομένου, ἐὰν ὁ θάνατος εὑρίσκεται ἐπὶ θύραις, καὶ δὲν παρέχεται καμμία δυνατότητα διὰ κανονικὴ τέλεση τοῦ μυστηρίου. Συνήθως συμβαίνει ἐπὶ βρεφῶν. Τοῦτο δύναται νὰ τελέσει καὶ λαϊκός, ἄνδρας ἢ γυναίκα. Γιὰ νὰ θεωρεῖται ἔγκυρο ἕνα βάπτισμα ἀνάγκης θὰ πρέπει ὁ βαπτίζων νὰ εἶναι ὀρθόδοξος χριστιανός, νὰ ἐπικαλεσθεῖ τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, δηλ. νὰ ἐκφωνήσει «βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (τάδε) εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος» καὶ νὰ κάνει χρήση νεροῦ, ἔστω καὶ ἐλαχίστου. Τὸ ἀεροβάπτισμα ὅπως ἐθεωρεῖτο καὶ ἐδικαιολογεῖτο ὡς βάπτισμα ἀνάγκης δὲν κατωχυροῦται στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι δὲ μᾶλλον προϊὸν τῶν νεωτέρων χρόνων.
Ἐὰν ὁ δεχθεὶς τὸ βάπτισμα τῆς ἀνάγκης κοιμηθεῖ τὸ βάπτισμά του θεωρεῖται κανονικότατο καὶ ἐφόδιο ζωῆς αἰωνίου. Ἐὰν ἐπιζήσει, τότε ἐν καιρῷ θὰ προσαχθεῖ στὴν ἐκκλησία καὶ θὰ τελεσθοῦν ἐπ’ αὐτοῦ ὅσα δὲν ἔγιναν τὴν συγκεκριμένη ἡμέρα, προκειμένου νὰ τελειωθεῖ τὸ μυστήριο καὶ ἀπὸ πλευρᾶς τελετουργικῆς καὶ ἀπὸ πλευρᾶς πνευματικῆς.
Ὡς βάπτισμα ἀνάγκης εἶναι δυνατὸν νὰ θεωρηθεῖ καὶ ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο καλεῖται ἐσπευσμένως ἱερέας νὰ ἐπιτελέσει στὴν ἐντατικὴ μονάδα νεογνῶν. Σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση ὁ ἱερέας θὰ μεταφέρει μαζί του ἐπιτραχήλιο, ἕνα μικρὸ Εὐαγγέλιο, ἅγιο μύρο, λάδι, θεία κοινωνία ἀπὸ τὸν ἀμνὸ τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ψαλίδι, βαμβάκι καὶ ἀντιμίνσιο. Ἐὰν ὑπάρχει ἀνάδοχος, καλῶς. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα τὸ τί θὰ τελέσει ἀπὸ τὰ ἐπὶ μέρους στοιχεῖα τῆς ἀκολουθίας τοῦ βαπτίσματος θὰ ἐξαρτηθεῖ ἀπὸ τὸν χρόνο ποὺ ἔχει στὴν διάθεσή του. Θὰ ζητήσει καθαρὸ μικρὸ τραπεζάκι ἐπὶ τοῦ ὁποίου θὰ τοποθετήσει καθαρὴ λεκάνη μὲ νερό, τὸ Εὐαγγέλιον ἐπὶ τοῦ διπλωμένου ἀντιμινσίου καὶ ὅλα ὅσα μετέφερε μαζί του. Ἐὰν ὑπάρχει χρόνος θὰ τελέσει κανονικὰ τὴν ἀκολουθία τῆς κατήχησης, ἐὰν ὄχι, θὰ τὴν παραλήψει. Ἀφοῦ ἐνδυθεῖ ἐπιτραχήλιο θὰ βάλει Εὐλογημένη ἡ βασιλεία καὶ θὰ ἐκφωνήσει τὰ εἰρηνικά, θὰ ἁγιάσει τὸ ὕδωρ, θὰ ἀναγνώσει τὴν εὐχὴ τοῦ ἐπορκιστοῦ ἐλαίου, θὰ ἐκχύσει ἔλαιον στὸ νερό, θὰ ἀλείψει τὸ βρέφος μὲ λάδι λέγοντας πάντοτε τὰ σχετικὰ λόγια, θὰ βαπτίσει τὸ βρέφος ἐκφωνῶντας «βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (τάδε) εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος» χρησιμοποιῶντας ἁγιασμένο ὕδωρ διὰ τῆς χειρός του, θὰ ψάλλει τὸ Μακάριοι ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι, θὰ ἀναγνώσει τὴν εὐχὴ τοῦ μύρου, θὰ χρίσει δι’ ἁγίου μύρου τὸ βρέφος, θὰ τὸ κοινωνήσει τῶν ἀχράντων μυστηρίων, θὰ κάνει ἀπόλυση. Ἐὰν ὑπάρχει χρόνος μπορεῖ νὰ ἐπιδώσει, σταυρό, ἐὰν εὑρίσκεται, ἄμφια, νὰ ψάλλει τὸ Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε καὶ νὰ ἀναγνώσει τὸν ἀπόστολο καὶ τὸ εὐαγγέλιο. Τέλος, ἀφοῦ ἀναγνώσει τὶς εὐχὲς τῆς ἀπόλουσης καὶ τῆς τριχοκουρίας θὰ τελέσει καὶ τὶς δύο τοῦτες καταληκτικὲς πράξεις. Ἐὰν τὸ παιδὶ ἐπιζήσει ὅσα τυχὸν δὲν ἐτελέσθησαν τὴν στιγμὴ αὐτὴ θὰ τελεσθοῦν ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ ἐπ’ ἐκκλησίας.
(Ἀπὸ τὴν ἱστοσελίδα τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Λατρείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου)
[1] Ἀνεξάρνητος: ὁ μὴ ἐξαρνούμενος αὐτὸ τὸ ὁποῖο πιστεύει.
[2] Πρβλ. τὸ ἀπολυτίκιον τῆς ἑορτῆς τῆς Περιτομῆς τοῦ Κυρίου, 1η Ἰανουαρίου· «...καὶ Νόμον ἐκπληρῶν, περιτομήν, θελήσει καταδέχῃ σαρκικήν, ὅπως παύσῃς τὰ σκιώδη...».
[3] Τελετουργικὰ Θέματα,σειρὰ Λογικὴ Λατρεία 12, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 2002, σσ. 207-208
[4] Περὶ τῆς ἱερᾶς τελετῆς τοῦ μύρου, PG 155, ΟΓ΄, 248Α.
[5] «Διὸ καὶ τῆς ἱερᾶς θεογενεσίας ἡ τελεσιουργὸς δωρεὰ καὶ χάρις, ἐν ταῖς τοῦ μύρου τελεῖται θειοτάταις τελειώσεσιν», Περὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, PG 3, 484Β.
[6] ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ὅ.π., PG 155, ΟΓ΄, 248Α.
[7] ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΙΟΠΑΓΙΤΟΥ ὅ.π., PG 3, 400D-401Α.
[8] ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ὅ.π., PG 155, 213Α.
[9] Ὁμιλίαι κατηχητικαί, Κατήχησις β΄, Sources Chretiennes, Paris 1970, ἀρ. 50bis, σ. 142.