π. ΜΙΧΑΗΛ ΒΟΣΚΟΥ: Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΝΑΣ
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Πλανᾶς
Πρωτοπρ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
Ὅταν γίνεται λόγος γιὰ ἀσκητικὰ ἀγωνίσματα καὶ γιὰ ἁγιότητα, πολλῶν ἀνθρώπων ὁ νοῦς πάει ἀμέσως στὰ Μοναστήρια καὶ στὶς ἐρήμους. Ἴσως γιατὶ ὑπάρχει ἡ ἐσφαλμένη ἐντύπωση, ὅτι μόνο διὰ τοῦ Μοναχισμοῦ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ φθάσει στὴν τελειότητα καὶ στὴν κατὰ χάριν θέωση. Ὡστόσο, ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου στὴν Ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία Του «ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν» (Ματθ. ε’ 48) δὲν ἀπευθύνεται μόνο πρὸς ὅσους ἀκολούθησαν ἢ θ’ ἀκολουθήσουν τὴν ὁδὸ τοῦ Μοναχισμοῦ, ἀλλὰ πρὸς ὅλους γενικὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ θέλουν νὰ ζήσουν κατὰ Χριστόν. Τοῦτο ἐπιβεβαιώνεται μὲ τὸν καλύτερο τρόπο μέσα ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τῆς ἁγίας ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, στὸ ὁποῖο συναντοῦμε πλῆθος Ἁγίων ποὺ ἔφθασαν στὴν κατὰ Θεὸν τελειότητα καὶ στὴν κατὰ χάριν θέωση μέσα ἀπὸ τὸν ἔγγαμο βίο, μέσα στὶς θορυβώδεις μεγαλουπόλεις, μέσα σὲ δεδομένα ποὺ κάθε ἄλλο παρὰ θυμίζουν τὸ Μοναστήρι ἢ τὴν ἔρημο. Ἐξάλλου, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας μᾶς διδάσκουν ὅτι «οὐχ ὁ τόπος, ἀλλ᾽ ὁ τρόπος». Ἐκεῖνο ποὺ ἔχει σημασία δὲν εἶναι τὸ ποῦ ζεῖ κανείς, οὔτε ποιά εἶναι τὰ ἐξωτερικὰ δεδομένα τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ τὸ πῶς πολιτεύεται. Ἀναφερόμενος ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος στοὺς Ἁγίους Ἀκύλα καὶ Πρίσκιλλα, σημειώνει ὅτι, ἐνῶ ἦσαν ἀνδρόγυνο, διεύθυναν ἐργαστήρια καὶ ἀσκοῦσαν τέχνη, «τῶν ἐν μοναστηρίοις ζώντων ἀκριβεστέραν ἐπεδείξαντο πολλῷ τὴν φιλοσοφίαν» (Ὁμιλία Α’ εἰς τὸ «ἀσπάσασθε Πρίσκιλλαν καὶ Ἀκύλαν 3).
῞Ενας Ἅγιος ποὺ ἀπέδειξε στὴν πράξη αὐτὴν τὴ μεγάλη ἀλήθεια εἶναι ἕνας ὄχι καὶ τόσο γνωστὸς στοὺς πολλοὺς Ἅγιος, ποὺ ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 19ου καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνος· ὁ Ἅγιος Νικόλαος Πλανᾶς. Ὁ σχετικὰ σύγχρονος αὐτὸς Ἅγιος ὑπῆρξε ἔγγαμος καὶ μάλιστα ἀπέκτησε ἀπὸ τὸν γάμο του καὶ ἕναν γιό, ἔζησε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς του στὴν πολύβουη Ἀθήνα, ποὺ τὰ χρόνια ἐκεῖνα βρισκόταν «στὰ πρόθυρα τοῦ πνευματικοῦ της θανάτου» (Δημ. Φερούσης) καὶ ἦταν ἄνθρωπος ἁπλοϊκὸς καὶ ὀλιγογράμματος. Ἡ ἁγιότητα δὲν ἐξαρτᾶται οὔτε ἀπὸ τὰ φυσικὰ χαρίσματά μας, οὔτε ἀπὸ τὸν βαθμὸ τῆς μορφώσεώς μας καὶ τὸ πλοῦτο τῶν γνώσεών μας, οὔτε ἀπὸ τὸν ἀριθμὸ τῶν πτυχίων μας καὶ τῶν διπλωμάτων μας. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Πλανᾶς δὲν διέθετε καμιὰ περγαμηνὴ κοσμικῆς μορφώσεως, ἀλλὰ σπούδασε στὸ πανεπιστήμιο «τῆς ἀληθοῦς πίστεως, τῆς πραγματικῆς εὐσεβείας καὶ ὑπομονῆς» (Μάρθα Μοναχὴ). Δὲν εἶχε οὔτε κἂν ἰδιαίτερα φυσικὰ χαρίσματα. Ἐπὶ παραδείγματι, ὄχι μόνο δὲν διέθετε εὐφράδεια λόγου, ἀλλὰ ἦταν «ὀλίγον τι βραδύγλωσσος», ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, καὶ τὰ λάθη ποὺ ἔκανε στὴν ἀνάγνωση ἦσαν «πολλάκις κωμικά». Αὐτό, ὅμως, καθόλου δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ ζεῖ μὲ τὴν ἁπλότητα ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου (Ματθ. ιη’ 3), νὰ γεύεται οὐράνιες ἐμπειρίες καὶ νὰ ἀκτινοβολεῖ χάρη Θεοῦ καὶ ἁγιότητα.
Ὁ Ἅγιος Παπα-Νικόλας Πλανᾶς γεννήθηκε στὴ Νάξο στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος καὶ συγκεκριμένα τὸ 1851 μ.Χ. Οἱ γονεῖς του, ὁ καπετὰν Γιάννης Πλανᾶς καὶ ἡ Αὐγουστίνα Μελισσουργοῦ, ἦσαν εὔποροι. Κατάγονταν ἀπὸ πλούσιες καὶ ἀρχοντικὲς οἰκογένειες. Διέθεταν, ὅμως, γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα. Εἶχαν μάλιστα στὴν ἰδιοκτησία τους ἕνα ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ὡς ἐκ τούτου, ἀξιώθηκε ὁ Ἅγιος νὰ μεγαλώσει σὲ μιὰ ὑγιῆ ἐκκλησιαστικὴ ἀτμόσφαιρα ἐμποτισμένη ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῶν Κολλυβάδων. Ἂς μὴν ξεχνοῦμε, ὅτι ἀπὸ τὴ Νάξο κατήγετο καὶ ὁ κορφυφαῖος τῶν Κολλυβάδων Πατέρων, ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Στὰ δεκαεννέα του μόλις χρόνια ὁ νεαρὸς Νικόλαος ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα. Ἀναγκάστηκε τότε, λόγῳ τῶν προβλημάτων ποὺ προέκυψαν ἀπὸ τὸν πρόωρο θάνατο τοῦ πατέρα του, νὰ μεταβεῖ μὲ τὴ μητέρα του καὶ τὴ μοναδικὴ ἀδελφή του, τὴ Σουσάνα ἢ Ἄννα, στὴν Ἀθήνα, σὲ μιὰ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία ἡ πρωτεύουσα τῆς Ἑλλάδος βρισκόταν, ὅπως προαναναφέραμε, σὲ σοβαρὴ πνευματικὴ κρίση. Στὴ μεγαλούπολη τῶν Ἀθηνῶν, λοιπόν, ἔζησε ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωή του.
Τὸ 1879, σὲ ἡλικία 28 ἐτῶν, νυμφεύθηκε τὴν Ἑλένη Πρεβελέγγιου ἀπὸ τὰ Κύθηρα καὶ τρεῖς μόλις μῆνες μετὰ τὸν γάμο του, στὶς 28 Ἰουλίου τοῦ ἰδίου ἔτους, χειροτονήθηκε διάκονος στὸν Ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στὴν Πλάκα, στὸν ὁποῖο καὶ διορίστηκε ἐπίσημα. Σ’ αὐτὸν τὸν Ναὸ διακονοῦσε μὲ διαφόρους τρόπους καὶ μὲ πολὺ ζῆλο, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη λαϊκός. Πέντε χρόνια ἀργότερα, στὶς 2 Μαρτίου τοῦ 1884, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου, δίπλα στὴν Ἀρχαία Ἀγορά, τὸ ὁποῖο, ὅπως θὰ δοῦμε πιὸ κάτω, θὰ ταυτιστεῖ τελικὰ μὲ τὸ δικό του ὄνομα. Διορίστηκε, ὡστόσο, ἐφημέριος στὸν Ἅγιο Παντελεήμονα Ἰλισσοῦ, ἕνα ἐγκαταλελειμμένο παρεκκλήσιο καὶ μιὰ μικρὴ ἐνορία, ποὺ τότε ἀριθμοῦσε μόλις δεκατρεῖς οἰκογένειες. Μὲ τὴν παρουσία καὶ τὴν ποιμαντικὴ δράση τοῦ Παπα-Νικόλα ὁ Ἅγιος Παντελεήμονας Ἰλισσοῦ βρέθηκε ξαφνικὰ στὸ ἐπίκεντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος. Ἡ λειτουργικὴ καὶ πνευματικὴ ἀναγέννηση τῆς μικρῆς καὶ ἀσήμαντης αὐτῆς ἐνορίας εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ προκληθεῖ ἡ ζηλοφθονία ὁρισμένων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι πέτυχαν τὴν ἀπομάκρυνση του. Διορίστηκε τότε σ’ ἕνα ἄλλο ἐρημικὸ παρεκκλήσιο, σὲ μιὰ ἄλλη μικρὴ καὶ ἀσήμαντη ἐνορία, ποὺ τότε ἀριθμοῦσε μόλις ὀκτὼ οἰκογένειες, στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τοῦ Ἀγροῦ ἢ Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Κυνηγό. Στὸν τόπο, ὅπου βρισκόταν αὐτὸ τὸ ἐρημικὸ παρεκκλήσιο, δεσπόζει σήμερα ὁ μεγαλοπρεπὴς Ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς λεωφόρου Βουλιαγμένης, στὸν ὁποῖο φυλάσσονται μέχρι σήμερα ἡ Τιμία Κάρα καὶ τὰ Τίμια Λείψανα τοῦ Ἁγίου Νικολάου Πλανᾶ καὶ στὸν προαύλιο χῶρο τοῦ ὁποίου ὑπάρχει ἡ προτομή του. Παρὰ τὸν νέο διορισμό του καὶ παρὰ τὴν ἀδικία ποὺ ὑπέστη, δὲν ἐγκατέλειψε ἐντελῶς τὸν Ἅγιο Παντελεήμονα Ἰλισσοῦ. Μετὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ ἰδίου τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος στὸν Παπα-Νικόλα καί, ἀφοῦ ζήτησε σχετικὴ ἄδεια ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἐπιτρόπους, συνέχισε νὰ λειτουργεῖ κάποιες φορὲς καὶ στὸν Ναὸ αὐτό.
Τὸ 1880, ἕνα χρόνο μετὰ τὸν γάμο του μὲ τὴν Ἑλένη Πρεβελέγγιου, ὁ Παπα-Νικόλας ἀπέκτησε τὸν μονάκριβο γιό του, τὸν Γιάννη, ἐνῶ λίγο μετὰ τὴ γέννηση τοῦ Γιάννη ἔχασε τὴν ἀγαπημένη του σύζυγο. Ὁ ἀπρόσμενος θάνατος τῆς συζύγου του ὑπῆρξε ἀπαρχὴ νέων δεδομένων γιὰ τὸν Παπα-Νικόλα. Μοίρασε τὴν περιουσία του, γιὰ νὰ μὴν ἔχει τίποτα ποὺ νὰ τὸν κρατᾶ δεμένο μὲ τὰ ἐγκόσμια πράγματα, καὶ προσέφερε ἐξ ὁλοκλήρου τὸν ἑαυτό του στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἀφοσιώθηκε ἀποκλειστικὰ στὸ λατρευτικὸ καὶ ποιμαντικὸ ἔργο τοῦ ἱερέως. Ἡ ζωή του, πλέον, ἐκινεῖτο ἀνάμεσα στὰ ἱστορικὰ ἐκκλησάκια τῆς Πλάκας, κάτω ἀπὸ τὸν ἱερὸ βράχο τῆς Ἀκροπόλεως καὶ κάτω ἀπὸ τὸν Παρθενώνα, ὅπου τελοῦσε πολύωρες Λειτουργίες καὶ Ἀγρυπνίες. Παρὰ τὸ ἐξοντωτκό του πρόγραμμα καὶ τὶς ἀτελείωτες ὧρες τῶν Ἀκολουθιῶν ποὺ τελοῦσε, μιὰ μεγάλη συνοδεία εὐλαβῶν ἀνθρώπων, κυρίως γυναικῶν, τὸν ἀκολουθοῦσαν πιστὰ καὶ ἀδιαμαρτύρητα. Κάποιες ἀπὸ αὐτὲς τὶς γυναῖκες μάλιστα τὸν διακονοῦσαν μὲ ἀπόλυτη ἀφοσίωση, ὅπως ἡ ὑποτακτική του Βικτώρια (πρώην Βασιλική), ποὺ ἦταν ἡ πιστὴ συνοδός του καὶ ἡ μόνιμη ψάλτριά του, καὶ ἡ μοναχὴ Μάρθα, ἡ ὁποία ἔγραψε ἀργότερα μέσα ἀπὸ τὶς προσωπικές της ἐμπειρίες ἕναν ἐξαίρετο Βίο τοῦ Ἁγίου, ποὺ ἐκδόθηκε ἀπὸ τὶς Ἐκδόσεις «Ἀστέρος» μὲ τὸν τίτλο: Ὁ Ἅγιος Παπα-Νικόλας Πλανᾶς: Ὁ ἁπλοϊκὸς ποιμὴν τῶν ἁπλῶν προβάτων.
Ἐπίκεντρο τοῦ λατρευτικοῦ ἔργου τοῦ Παπα-Νικόλα ὑπῆρξε τὸ ἐκκλησάκι τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου, ὅπου ὁ Ἅγιος τελοῦσε τὶς περισσότερες Λειτουργίες καὶ Ἀγρυπνίες του. Οἱ Ἀγρυπνίες τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου ἔμειναν πραγματικὰ στὴν Ἱστορία. Σ’ αὐτὲς τὶς Ἀγρυπνίες ἔψαλαν μὲ βάση τὸ ἁγιορειτικὸ τυπικὸ οἱ δύο κοφυφαῖοι Ἀλέξανδροι τῆς ἑλληνικῆς λογοτεχνίας, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης στὸ δεξιὸ ψαλτήρι καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, ὁ μετέπειτα Μοναχὸς Ἀνδρόνικος, στὸ ἀριστερὸ ψαλτήρι. Ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἐλισσαῖο μὲ τὴν ἁγιασμένη παρουσία τοῦ Παπα-Πλανᾶ πέρασαν ἅγιες μορφές, ὅπως ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως καὶ ὁ Ἅγιος Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἐκκλησιαστικοὶ ἄνδρες (Ἐπίσκοποι, Ἡγούμενοι κλπ.), καθὼς καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων καὶ τῶν τεχνῶν. «Ὅλη αὐτὴ ἡ στενὴ συνοδεία καὶ συντροφιὰ γύρω ἀπὸ τὸν παπα–Πλανᾶ, τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Μωραϊτίδη ἀποτελοῦσε, ὅπως γράφει ὁ Δημήτρης Φερούσης, μιὰ ἀθόρυβη μειοψηφία, ποὺ διατηρώντας τὴν κατανυκτικὴ παράδοση μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔσωζε πνευματικὰ τὴν Ἑλλάδα». Παρὰ τὰ δεδομένα αὐτὰ καὶ παρὰ τὶς ἔντονες ἀντιδράσεις ποὺ ὑπῆρξαν, μεγάλο μέρος τοῦ ἱστορικοῦ αὐτοῦ Ναοῦ κατεδαφίστηκε τὸ 1943 ἀπὸ τὸν τότε ἰδιοκτήτη τοῦ χώρου. Ἑξήντα χρόνια ἀργότερα ὁ χῶρος ἀπαλλοτριώθηκε ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ καὶ ὁ Ναὸς τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου ἀποκαταστάθηκε μὲ πρωτοβουλία τῆς Ἑταιρείας Παπαδιαμαντικῶν Σπουδῶν. Ἡ πρόσβαση, ὡστόσο, στὸν ἀνακαινισμένο Ναὸ εἶναι κατὰ τὸ τελευταῖο χρονικὸ διάστημα ἀδύνατη, λόγῳ τῶν δεδομένων ποὺ διαμορφώθηκαν στὸν γύρω χῶρο.
Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Πλανᾶ ὑπῆρξε, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανείς, μιὰ ἀδικάκοπη Θεία Λειτουργία. Γιὰ σχεδὸν πενήντα χρόνια λειτουργοῦσε κάθε μέρα χωρὶς διακοπή. Κανένα ἱστορικὸ γεγονὸς δὲν στάθηκε ἱκανὸ νὰ διακόψει τὴ σειρὰ τῶν Λειτουργιῶν του. Κι ἦταν πολλὰ καὶ δραματικὰ τὰ ἱστορικὰ γεγονότα τῶν χρόνων ἐκείνων: Βαλκανικοὶ Πόλεμοι, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατικὴ Καταστροφή, ποὺ ἔφερε πλήρη ἀλλαγὴ σκηνικοῦ στὴν Ἀθήνα, ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου καὶ τόσα καὶ τόσα ἄλλα. Οἱ Λειτουργίες ποὺ τελοῦσε ὁ Ἅγιος μαζὶ μὲ τὸν Ὄρθρο δὲν διαρκοῦσαν δύο – τρεῖς ὧρες, ὅπως εἴμαστε συνηθισμένοι, ἀλλὰ ἦταν ὄντως πολύωρες. Ἄρχιζε τὸν Ὄρθρο στὶς 8:00 π.μ. καὶ τελείωνε τὴ Θεία Λειτουργία στὶς 3:00 μ.μ. Ὧρες ὁλόκληρες μνημόνευε ὀνόματα ζώντων καὶ τεθνεώτων· μνημόνευε δὲ γιὰ πολλοὺς μῆνες καὶ τὰ χαρτάκια ποὺ τοῦ ἔδινε ὁ κόσμος, τὰ ὁποῖα κουβαλοῦσε μόνιμα μαζί του σὲ δύο μποξαδάκια. Ὅταν τὸν ρωτοῦσαν τί κουβαλᾶ, ἡ ἀπάντησή του ἦταν: «τὰ γραμμάτιά μου καὶ τὰ συμβόλαιά μου». Ὅσες ὧρες κι ἂν διαρκοῦσαν οἱ διάφορες Ἀκολουθίες ποὺ τελοῦσε, ἡ προσήλωσή του στὰ τελούμενα ἦταν τέτοια, ὥστε μιὰ φορὰ τὸ κερὶ ποὺ κρατοῦσε κάηκε ὁλόκληρο καὶ θὰ τοῦ ἔκαιγε τὰ δάκτυλά του, ἂν μιὰ γυναίκα ἀπὸ τὴ συνοδεία του δὲν ἔσπευδε νὰ τὸ ἀντικαταστήσει.
Ὁλόκληρη, ἐπίσης, ἡ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Πλανᾶ ἦταν ἕνα ζωντανὸ θαῦμα. Ζοῦσε τὰ θαύματα σὰν καθημερινὰ γεγονότα τῆς ζωῆς του καὶ τὰ θεωροῦσε τόσο φυσιολογικά, ὥστε δὲν τοῦ προκαλοῦσαν καμιὰ ἀπολύτως ἐντύπωση. Περπατοῦσε μέσα στὸ πυκνὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε ἀσφαλῶς ἠλεκτρικὸ ρεῦμα, καὶ οὐράνιο φῶς φώτιζε τὸν δρόμο του. Περπατοῦσε μέσα στὴ δυνατὴ βροχὴ καὶ θεία σκέπη τὸν προστάτευε, ὥστε οὔτε μιὰ σταγόνα βροχῆς νὰ μὴν πέφτει πάνω του. Ἔβλεπε συχνὰ Ἁγίους καὶ μιλοῦσε μαζί τους, ὡς ἐὰν νὰ μιλοῦσε μὲ δικούς του ἀγαπημένους ἀνθρώπους. Λειτουργοῦσε μὲ κατάνυξη καὶ τὸν ἔβλεπαν τὰ μικρὰ καὶ ἀθῶα παιδάκια νὰ μὴν πατᾶ στὸ ἔδαφος. Ὅταν μιὰ φορὰ ἔχασε τὸν δρόμο καὶ δὲν ἤξερε ποῦ πήγαινε, Ἄγγελος Κυρίου τὸν καθοδήγησε. Ὅταν ἄλλη φορὰ ἑτοιμαζόταν νὰ λειτουργήσει καὶ δὲν εἶχε πρόσφορο, Ἄγγελος Κυρίου τὸν προμήθευσε μὲ ἕνα ὁλόφρεσκο πρόσφορο Ὅταν πάλιν ἄλλη φορὰ χρησιμοποίησε κατὰ λάθος στὴ Θεία Λειτουργία ἕνα μπουκαλάκι ποὺ περιεῖχε δηλητήριο (δόση ἀρσενικοῦ) καὶ στὸ τέλος τὸ κατέλυσε ὁλόκληρο, δὲν ἔπαθε τίποτα, ἐπιβεβαιώνοντας τὸν λόγο τοῦ Κυρίου: «κἂν θανάσιμόν τι πίωσιν, οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψει» (Μάρκ. ιστ’ 18).
Δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ παραλείψουμε τὴν ἀναφορὰ καὶ σὲ μιὰ ἄλλη μεγάλη του ἀρετή: τὴν ἄκρα φιλανθρωπία καὶ ἐλεημοσύνη του, τὴν ὁποία ἀσκοῦσε τόσο ὁ ἴδιος προσωπικὰ ὅσο καὶ διὰ τῶν μελῶν τῆς συνοδείας του. Ὁ Παπα-Νικόλας ποτὲ δὲν μετέφερε μαζί του χρήματα, ἀλλὰ καὶ ποτὲ δὲν κρατοῦσε χρήματα ποὺ τοῦ ἔδιναν. Ὅ,τι ἔπαιρνε τὰ ἔδινε σχεδὸν ἀμέσως, χωρὶς κἂν νὰ δεῖ τὸ ποσό, σὲ ἐκείνους ποὺ ἔκρινε ὅτι τὰ εἶχαν ἀνάγκη. «Μὲ τὸ ἕνα χέρι τὰ ἔπαιρνε καὶ μὲ τὸ ἄλλο τὰ ἔδιδε σὲ πτωχούς, χήρας καὶ ὀρφανά». Καὶ ἦταν ὄντως πάρα πολλὰ τὰ χρήματα ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ τὰ εὐλογημένα χέρια του. Τὸν χαρακτήριζε μιὰ πλήρης περιφρόνηση ὅλων τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀφοῦ ζοῦσε μέσα στὸν κόσμο ὡς ἔνσαρκος ἄγγελος. Τὸ καθόλου πνευματικό του πρόγραμμα ἦταν ἰδιαίτερα σκληρὸ καὶ οἱ νηστεῖες του πολυήμερες καὶ αὐστηρές. Τὴν ἴδια στιγμή, ὡστόσο, ἦταν πολὺ ἐπιεικὴς μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ μὲ τὰ πνευματικά του τέκνα, κατὰ τὸ πρότυπο ὅλων τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Κατὰ τὰ τελευταία χρόνια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του τὸν φρόντισε μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση ἡ νύφη του Μαρία Δεκουλάκου ἀπὸ τὸ Γύθειο, τὴν ὁποία νυμφεύθηκε τὸ 1919 ὁ γιός του ὁ Γιάννης. Στὶς 23 Ὀκτωβρίου τοῦ 1931, μέρα ποὺ τιμᾶται ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, ὁ Παπα-Νικόλας τέλεσε μὲ πολλὴ δυσκολία τὴν τελευταία του Θεία Λειτουργία στὸ ἐπίγειο θυσιαστήριο. Λίγους μῆνες ἀργότερα, στὶς 2 Μαρτίου τοῦ 1932, μέρα Τσικνοπέμπτη, ἀκριβῶς 48 χρόνια μετὰ τὴν εἰς πρεσβύτερον χειροτονία του, ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια ἥσυχα καὶ ἀθόρυβα, «ὡσὰν μικρὸ πουλάκι», γιὰ νὰ συνεχίσει νὰ λειτουργεῖ στὸ ἐπουράνιο θυσιαστήριο μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους. Τὸ Τίμιο Λείψανό του ἐκτέθηκε γιὰ τρεῖς μέρες σὲ λαϊκὸ προσκύνημα καὶ χιλιάδες κόσμου πέρασαν, γιὰ νὰ τὸ ἀσπαστοῦν μὲ εὐλάβεια καὶ εὐγνωμοσύνη. Τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας προέστη ὁ λόγιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ὁ ὁποῖος ἐξεφώνησε καὶ ἐπικήδειο λόγο, καὶ ἡ ταφὴ τοῦ Ἁγίου ἔγινε στὸν περίβολο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἀγροῦ. Προηγήθηκε μετὰ ἀπὸ ἀπαίτηση τοῦ πιστοῦ λαοῦ περιφορὰ τοῦ σκηνώματός του στοὺς δρόμους καὶ στὶς γειτονιὲς ποὺ περπατοῦσε ὅσο ἦταν ἐν ζωῇ. Ἡ ἐπίσημη ἁγιοκατάταξή του ἔγινε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τὸ 1992, ἑξήντα χρόνια μετὰ τὴν κοίμησή του.
(Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου “Παρέμβαση Ἐκκλησιαστική. Ὀρθόδοξο Πνευματικό Ἔντυπο”, τεῦχος 42 (2019), σ. 45-50)